ΧΟΛΗΣΤΕΡΙΝΗ ΚΑΙ ΚΥΗΣΗ

Γράφει ο Παναγιώτης Συρμαγιάς, Μαιευτήρας Γυναικολόγος, τ. Επιμελητής Α΄, ΠΓΝ-Μ “Έλενα Βενιζέλου”, Συνεργάτης Κλινικής ΡΕΑ

 

Τα λίπη αποτελούν πηγή ενέργειας και είναι απαραίτητα για την φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, καθώς και για την απορρόφηση ορισμένων βιταμινών. Η χοληστερίνη (ή χοληστερόλη) είναι το σημαντικότερο και το πλέον γνωστό λιπίδιο, απαραίτητη για την φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού και απαντά στο αίμα και σε όλους τους ιστούς του. Αποτελεί κύριο συστατικό στην κατασκευή των κυτταρικών τοιχωμάτων, ενώ αποτελεί και την πρώτη ύλη στην σύνθεση: των οξέων της χολής (που βοηθούν στην πέψη των λιπών), των ορμονών και κυρίως της βιταμίνης D. H χοληστερίνη, που προέρχεται κυρίως από τις τροφές μας, όταν ακολούθως βρίσκεται στο αίμα έχει διπλή προέλευση: εξωγενή και ενδογενή. Ο άνθρωπος προσλαμβάνει σημαντικά ποσά χοληστερίνης, που ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 0,3 γραμμάρια ημερησίως, τα οποία επεξεργάζονται στο ήπαρ και αναμιγνύονται με την ενδογενή, εκεί παραγόμενη, χοληστερίνη, το ποσό της οποίας ανέρχεται σε 1 γραμμάριο ημερησίως, ενώ οι ιδανικές φυσιολογικές τιμές της, στο αίμα ατόμου μέσης ηλικίας είναι: 115 - 200 mg/dL.

 Όμως, ένα αντισταθμιστικό σύστημα του οργανισμού, ρυθμίζει το ποσό της χοληστερίνης που συντίθεται στο ήπαρ, έτσι ώστε, αν αυξηθεί η ποσότητα της χοληστερίνης που προσλαμβάνεται με την τροφή, να μειώνεται η σύνθεση της ουσίας αυτής στο ήπαρ και έτσι να μην υπάρχει πλεόνασμα στο αίμα. Υψηλά ποσά χοληστερίνης στην κυκλοφορία αποτελούν ένα εξαιρετικά σημαντικό αίτιο παθήσεων των αρτηριών, γιατί σχηματίζουν μαζί με άλλες ουσίες λιπώδεις, εναποθέσεις στα τοιχώματα των αγγείων (αθηροσκλήρωση ή αρτηριοσκλήρωση), ενώ βαθμιαία, καθώς οι αποθέσεις αυξάνονται, περιορίζουν το εύρος των αγγείων και την κυκλοφορία του αίματος, αλλά κυρίως μπορούν να προκαλέσουν το σχηματισμό θρόμβων, που αποφράσσουν επικίνδυνα τα αιμοφόρα αγγεία, ενώ παράλληλα, με εναποθέσεις αλάτων ασβεστίου, “ασβεστοποιούνται”, μετατρέποντας τα τοιχώματά τους σε σκληρό, επουλωτικό ιστό, με επακόλουθη σοβαρή υπέρταση αλλά και ταυτόχρονη, καταπόνηση της καρδιάς. Έτσι με τον πολύπλοκο αυτό τρόπο, επιταχύνονται κυρίως και προκαλούνται σοβαρές καρδιακές προσβολές όπως η στεφανιαία νόσο ή το έμφραγμα, συχνά και σε “πρόωρες” ηλικίες (κάτω των 55 ετών), στένωση των καρωτίδων, αλλά και εξίσου επικίνδυνες εγκεφαλικές αποπληξίες.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί επίσης, ότι η χοληστερίνη βρίσκεται και μεταφέρεται στο αίμα, συνδεδεμένη με ορισμένα σύνθετα πρωτεϊνικά μόρια (λιπιδοπρωτεϊνικά) τα οποία ονομάζονται λιποπρωτεΐνες που παίζουν ουσιαστικό ρόλο στην συνολική δράση της επιζήμιας χοληστερίνης. Υπάρχουν λοιπόν δύο τύποι αυτών των μορίων:

  • οι Χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες (που ονομάζονται LDL/Low Density Lipoproteins) και
  • Υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες (γνωστές ως HDL/High Density Lipoproteins).

 

Οι LDL φέρουν μεγαλύτερες ποσότητες χοληστερίνης από εκείνες τις HDL και την αποθέτουν σε ολόκληρο το σώμα και έτσι, υψηλά επίπεδα LDL στο αίμα, κυρίως αυξάνουν τον κίνδυνο παθήσεων των αρτηριών, γιατί σχηματίζουν επίφοβες, λιπώδεις εναποθέσεις στα τοιχώματά τους, παραμένοντας ο σημαντικότερος στατιστικά, παράγοντας  που καθορίζει την εμφάνιση της αθηροσκληρωτικής νόσου. Αντίθετα, οι HDL συλλαμβάνουν τα ελεύθερα μόρια χοληστερίνης και τα επιστρέφουν στο ήπαρ για να διασπαστούν και με αυτό τον τρόπο, υψηλό επίπεδο HDL στο αίμα προστατεύει από αγγειακές παθήσεις.

Τα επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα όμως, προσδιορίζονται κυρίως από ένα συνδυασμό γενετικής (κληρονομικότητα) και τρόπου ζωής, συμπεριλαμβανομένων της διατροφής, του σωματικού βάρους, του καπνίσματος, της σωματικής άσκησης, της ηλικίας, αφού ακόμα και νεαρά άτομα συχνά δεν μένουν ανέπαφα. Επίσης, τα συναισθηματικά στρές και καταστάσεις άγχους επηρεάζουν τις τιμές της χοληστερίνης, ενώ ιδιαίτερο ρόλο παίζει και η λειτουργία του θυρεοειδούς, καθώς η υπολειτουργία του συνοδεύεται από υψηλά ποσά χοληστερίνης στο αίμα.

Σημαντικό είναι να τονισθεί ότι, ατυχώς, τα υψηλά επίπεδα χοληστερίνης δεν εμφανίζουν συνήθως συμπτώματα, μέχρι να προκαλέσουν κάποια διαταραχή όπως π.χ. η στεφανιαία νόσος, η υπέρταση. Ιδιαίτερα στη Γυναίκα, όμως, φαίνεται ότι τα επίπεδα της χοληστερίνης, φυσιολογικά είναι υψηλότερα από των Ανδρών, αλλά το κυριότερο είναι ότι αυτά επηρεάζονται αισθητά από τις ορμονικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ζωής της. Υπερχοληστεριναιμία, όμως, προκαλούν επίσης, και ορισμένα συνθετικά οιστρογόνα που χρησιμοποιούνται ευρέως στην αντισύλληψη και στην θεραπεία ορισμένων διαταραχών στην εμμηνόπαυση, εξ’ ου και η ανάγκη ελέγχου της, πριν και κατά τη διάρκεια της χρήσεως των ορμονών αυτών.

Ειδικότερα, η εγκυμοσύνη όμως, είναι μία περίοδος της ζωής της Γυναίκας που παρουσιάζεται φυσιολογικά μία αύξηση (25% - 30%) των κυκλοφορούντων οιστρογόνων και άλλων ορμονών, λόγω της μεγαλύτερης παραγωγής τους από τον αναπτυσσόμενο πλακούντα και κατ΄επέκταση τα επίπεδα της χοληστερίνης και των λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL) αυξάνονται σταθερά, από το δεύτερο τρίμηνο και φθάνουν στο μέγιστο κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου, για να επιστρέψουν τελικά στα φυσιολογικά επίπεδα 4 βδομάδες μετά τον τοκετό.  Τα υψηλά επίπεδα χοληστερίνης στην περίπτωση αυτή, να διευκρινίσουμε ότι οφείλονται και στο γεγονός ότι η ουσία αυτή είναι παρόλα αυτά, απαραίτητη για την παραγωγή των αναφερομένων ορμονών και ιδιαίτερα της προγεστερόνης (στον πλακούντα), αλλά το κυριότερο, είναι αναγκαία και για την ανάπτυξη του εμβρύου.

Υπάρχουν, όμως, και λίγες μεμονωμένες παρατηρήσεις που αναφέρουν τις σπάνιες πιθανότητες: ανάπτυξη υπέρτασης της κύησης (σαν αποτέλεσμα αγγειοπάθειας), διαβήτη της κύησης, πρόωρο τοκετό και χαμηλού βάρους νεογνά, ιδιαίτερα σε εγκυμοσύνες με παραμελημένη, κυρίως, υψηλή χοληστερίνη, τα συμπεράσματα των οποίων όμως, δεν μπορούν να γενικευτούν και να τύχουν γενικής αποδοχής.  

Όμως η περίοδος της εγκυμοσύνης, όπως γνωρίζουμε όλοι, χαρακτηρίζεται από μία…«άφεση αμαρτιών» σχετικά με το φαγητό και τις διατροφικές συνήθειες της εγκύου. Είναι συνήθως, η στιγμή που της επιτρέπεται και μπορεί να απολαύσει ό,τι θέλει αφού…..«το ζητάει το παιδί».  Καταλαβαίνει κανείς λοιπόν, ότι είναι πολύ σημαντικό και πρέπει η έγκυος να προσέχει να μην προβεί σε απερίσκεπτες ακρότητες με αλόγιστη κατανάλωση συγκεκριμένων, επικίνδυνων τροφών. Μετά από όλα αυτά, συχνά, τα υψηλά επίπεδα χοληστερίνης, δικαιολογημένα ανησυχούν και προβληματίζουν τις περισσότερες “μέλλουσες μαμάδες”, για το αν είναι δυνατόν να επηρεάσουν την κύηση, καθώς και αν μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την υγεία τους. Έτσι η προαναφερθείσα, υπερλιπιδαιμία τους προκαλεί συνήθως, κάποια ανησυχία και άγχος, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακά ή άλλα αγγειακά προβλήματα. Ωστόσο, δεν υπάρχει γενικά λόγος ανησυχίας, αφού μόνο σε συνδυασμό με άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα ο σακχαρώδης διαβήτης και η παχυσαρκία, τότε η υψηλή χοληστερίνη ενδέχεται να δημιουργήσει τα προαναφερόμενα προβλήματα.

Σχετικές στατιστικές μελέτες, μάλιστα, αναφέρουν ότι μόνο το 24% των εγκύων με σοβαρή υπερχοληστεριναιμία παρουσίασε καρδιακά συμβάντα. Αντίθετα, πρόσφατες μελέτες βρήκαν ότι επίσης, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης υπάρχει, μία σημαντική αντισταθμιζόμενη αγγειοδιασταλτική απάντηση του ενδοθηλίου των αγγείων, οφειλόμενη στα υψηλά επίπεδα της προαναφερθείσας, προγεστερόνης, που δυστυχώς όμως, συμβάλλει και στην αύξηση της επιβλαβούς LDL λιποπρωτεΐνης.

Με άλλα λόγια, σήμερα, πιστεύεται ότι η αυξημένη  χοληστερίνη στην εγκυμοσύνη δεν βλάπτει γενικά το καρδιαγγειακό σύστημα της εγκύου, ενώ αντίστοιχα από τις, μέχρι σήμερα μελέτες, το έμβρυο δεν φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά από την υπερχοληστεριναιμία της μητέρας.

Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνεται, στη φυσιολογική έγκυο όπου μαζί με τα άλλα, αυτή πρέπει αρχικά, να ελέγχεται επιπρόσθετα και για τα επίπεδα της χοληστερίνης και των άλλων λιπιδίων και να προσδιορίζεται το “λιπιδαιμικό προφίλ” στον προγεννητικό έλεγχό της, δίνοντας βαρύνουσα σημασία τόσο στην οικογενή προδιάθεση, όσο και στο ατομικό ιστορικό της, που θα ενημερώσουν την ίδια, και θα εκτιμηθούν κατάλληλα από τον γιατρό της. Ο ίδιος μαιευτήρας, που έχει κατά νου τις ιδιαιτερότητες του γυναικείου φύλου, μπορεί να την συμβουλεύσει αρχικά, για ορισμένες αλλαγές στη διατροφή, τη σωματική άσκηση, τη διαχείριση του σωματικού βάρους και φυσικά την εργαστηριακή παρακολούθηση, που θα βοηθήσουν συνολικά να ελαττωθούν οι ενδεχομένως υψηλές τιμές της χοληστερίνης, καθιερώνοντας έτσι μια σταθερή επικοινωνία και ενημέρωση μαζί του. Ενώ, θα πρέπει να υπερτονισθεί ότι οποιαδήποτε φαρμακευτική θεραπεία είναι απαγορευμένη, λόγω των κινδύνων που μπορούν να επηρεάσουν την ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ουσιαστικός τρόπος αποφυγής υψηλών ποσοστών χοληστερίνης στο αίμα είναι η μείωση του ποσού της που προσλαμβάνεται με την τροφή μας. Αυτή απαντάται, κατά κύριο λόγο στα ζωικά λίπη (ή κορεσμένα, ανάλογα με την χημική δομή τους), που συντελούν στην ουσιαστική αύξηση των επιπέδων της στον οργανισμό και αντίθετα όχι στα λίπη φυτικής προέλευσης (ή ακόρεστα).

Η μείωση, λοιπόν, του ποσού της προσλαμβανομένης χοληστερίνης έχει βρεθεί ότι μπορεί να γίνει αποτελεσματικά με :

1) Μείωση της συνολικής ποσότητας των προσλαμβανομένων λιπών 

2) Μερική ή ολική αντικατάσταση από την διατροφή των κορεσμένων λιπών από ακόρεστα (φυτικά)

3) Μείωση της κατανάλωσης τροφών που περιέχουν χοληστερίνη και

4) Μείωση των ολικών θερμίδων, για να επιτευχθεί και το “ιδεώδες” βάρος του ατόμου

Μετά από αυτά, θα πρέπει να ακολουθείται μία αυστηρή δίαιτα χαμηλών θερμίδων, να αποφεύγονται τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα ή αλλιώς ζωικά λίπη όπως το βούτυρο, το τυρί, το πλήρες γάλα, το κόκκινο κρέας (ιδιαίτερα αρνί και χοιρινό), τα αλλαντικά, τα αρτοσκευάσματα ή προϊόντα μεταποίησης (π.χ. μπισκότα, κέικ, κλπ), καθώς και τα τηγανητά φαγητά που περιέχουν μαγειρικό λίπος και τέλος τροφές που περιέχουν πολύ χοληστερίνη όπως: ο κρόκος του αυγού, οι γαρίδες και τα θαλασσινά, τα εντόσθια ζώων.  Σε γενικές γραμμές, τα ζωικά λίπη πρέπει να αντικατασταθούν από ακόρεστα, όπως είναι τα “φυτικά ωμά λίπη”, π.χ. το ελαιόλαδο, το αραβοσιτέλαιο, το σογιέλαιο και τα ιχθυέλαια. Εδώ θα πρέπει, επίσης, να τονίσουμε ότι την ίδια υπολιπιδαιμική πολιτική θα πρέπει να ακολουθήσουν και οι Γυναίκες εκείνες που πάσχοντας από υπερχοληστεριναιμία πριν από την έναρξη της εγκυμοσύνης τους, και ελάμβαναν ειδική φαρμακευτική αγωγή, που φυσικά διέκοψαν για τους λόγους που προαναφέραμε.

Η έγκυος με υπερχοληστεριναιμία θα πρέπει πρωταρχικά, με την καθοδήγηση του Μαιευτήρα της να ακολουθεί κατάλληλες διαιτητικές συμβουλές, χωρίς φυσικά τη στέρηση των απαραίτητων θρεπτικών τροφίμων, μαζί με ένα υγιεινό τρόπο ζωής προσαρμοσμένο στη ατομική της κατάσταση και σε περίπτωση παχυσαρκίας επίσης, στην αναγκαία απώλεια βάρους.  Έτσι ουσιαστικά, θα διαμορφώσουν τις καθημερινές διατροφικές συνήθειές της, που εκτός από τη προαναφερόμενη μείωση των ολικών λιπών, θα πρέπει να αυξήσει την κατανάλωση συνθέτων υδατανθράκων (πλούσιων κυρίως σε άμυλο) σε αντικατάσταση των λιπών που περιορίσθηκαν και επίσης αυτή να εμπλουτισθεί με άλλες ιδιαίτερες τροφές γνωστές για τις συνεργατικές τους δράσεις στη μείωση της χοληστερίνης. Τέτοιες τροφές περιλαμβάνονται στην μεσογειακή κουζίνα και είναι ευτυχώς αρκετές και ποικίλες στην χώρα μας.                                                                                                                                                               

Μια τέτοια δίαιτα κάτω από αυτά τα προστάγματα, θα πρέπει να διαρθρώνεται κατά κύριο λόγο, σε τροφές που κάνουν “καλό” στην χοληστερίνη, όπως: τα τρόφιμα που περιέχουν φυτικές ίνες (π.χ. βρώμη, σίκαλη, κριθάρι), καθώς και τα λεγόμενα τρόφιμα ολικής αλέσεως, οι ξηροί καρποί όπως, καρύδια, αμύγδαλα, φιστίκια, ηλιόσποροι, σουσάμι, κλπ, τα όσπρια, το ρύζι, το πράσινο τσάι, το ελαιόλαδο κατά κύριο λόγο και τα προϊόντα του, καθώς και τα άλλα προαναφερθέντα φυτικά έλαια, τα τρόφιμα από σόγια, οποιαδήποτε είδους ψάρια (όπως σολομός, τόνος, σαρδέλες, κλπ) που κυρίως περιέχουν τα σημαντικά ωμέγα 3 λιπαρά οξέα, που εκτός των άλλων συμβάλλουν και στην ουσιαστική μείωση της χοληστερίνης και πιο συγκεκριμένα, της επιβλαβούς LDL λιποπρωτεΐνης με παράλληλη αύξηση της ευεργετικής, HDL. Θα πρέπει, επίσης, να αποφεύγεται  η υπερβολική χρήση σάκχαρης (η οποία σε πλεόνασμα, μετατρέπεται σε τριγλυκερίδια στο οργανισμό), όπως και των ποτών με υψηλό περιεχόμενο σε αλκοόλ, περιορισμό του αλατιού, ενώ επιβάλλεται αυστηρά η διακοπή του καπνίσματος.                                                                                                                             

Ιδιαίτερη αναφορά όμως, θα πρέπει να κάνουμε στα φρέσκα λαχανικά και κυρίως στα φρούτα, που αποτελούν σημαντικά καθημερινά συστατικά μιας ορθής προσαρμοσμένης στην έγκυο, υποχοληστερινικής διατροφής.  Θα προτιμήσουμε : τις ντομάτες, τα καρότα, το σπανάκι, το μπρόκολο, την κολοκύθα, την αγκινάρα, το αγγούρι, την μελιτζάνα, τα σπαράγγια, κ.α. Τα φρούτα, τώρα, που προσθέτουν γεύση και ποικιλία στην διατροφή μας, η καλύτερη πηγή φυτικών ινών, βιταμινών και μετάλλων περιέχουν επίσης, μια ειδική ουσία την ανθοκυανίνη, που είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική για την ζητούμενη στην περίπτωσή μας, μείωση των επιπέδων της χοληστερίνης. Εδώ για πρακτικούς ευκολομνημονευτικούς κυρίως λόγους, θα πρέπει να αναφερθούμε ειδικά, στην δύναμη…. των «κόκκινων» και των «μπλε» φρούτων για την αποσκοπούμενη μείωση της χοληστερίνης. Τέτοια φρούτα είναι: τα πορτοκάλια, τα μήλα, οι φράουλες, το καρπούζι, το ρόδι, τα κεράσια, τα δαμάσκηνα, τα μύρτιλα, τα μούρα, κ.α.  Έχοντας λοιπόν, σαν κύριο κορμό της καθημερινής διατροφής της εγκύου με αυξημένη χοληστερίνη, την κατανάλωση αυτών των φρούτων και λαχανικών, στοχεύοντας σε περίπου 5 φλιτζάνια συνολικά την ημέρα, φαίνεται να μπορούμε να μειώσουμε αισθητά και να διατηρήσουμε χαμηλά την υπερλιπιδαιμία στον οργανισμό της.                                                                      

Όμως στην προσπάθεια αυτή, όπως προ είπαμε, θα πρέπει εξίσου σημαντικά, να εντάξουμε και την ελαφριά σωματική άσκηση, συνολικής διάρκειας περίπου 2 ½ ωρών την εβδομάδα σε περίπτωση που η κατάσταση της ιδίας της εγκύου το επιτρέπει και δεν συντρέχουν κίνδυνοι για την εγκυμοσύνη, πάντα κάτω από την καθοδήγηση του Μαιευτήρα της. Θα πρέπει επίσης, η ίδια να φροντίζει να καταναλώνει επαρκή ποσότητα νερού και να διατηρείται καλά ενυδατωμένη, βοηθώντας και με τον τρόπο αυτό, να επιτυγχάνεται η μείωση της LDL λιποπρωτεΐνης στην κυκλοφορία της εγκύου. Τέλος, επικουρικά μπορεί να βοηθήσει στην υπερχοληστεριναιμία της εγκυμοσύνης, χωρίς να αποτελεί αναγκαία θεραπευτική επιλογή και η κατανάλωση συμπληρωμάτων διατροφής με ιχθυέλαια πλούσια σε ωμέγα 3 λιπαρά οξέα (σε δόση έως 500 mg ημερησίως), στην ωφέλιμη  δράση των οποίων επιπρόσθετα θα πρέπει να γίνει μνεία, αφού η κατανάλωσή τους αποδεδειγμένα βοηθά τόσο στην νευρολογική ανάπτυξη, όσο και στην ανάπτυξη της όρασης του εμβρύου και γενικότερα στην καλύτερη έκβαση της κύησης.

Ιδιαίτερες ευεργετικές ιδιότητες επιδεικνύουν επίσης τα ω3 λιπαρά οξέα, στην ποιότητα του μητρικού γάλακτος, στη μείωση των πιθανοτήτων προώρου τοκετού, όπως και στην μείωση των πιθανοτήτων της επιλόχειας κατάθλιψης.  Όμως από τα διαθέσιμα σκευάσματα που κυκλοφορούν, θα πρέπει να αποκλειστεί η χρήση του μουρουνέλαιου, που περιέχει μεν τα αναγκαία ω3 λιπαρά, αλλά δεν συστήνεται στην εγκυμοσύνη, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε βιταμίνη Α, η οποία είναι τερατογόνος στις δόσεις αυτές, για το έμβρυο. Γίνεται κατανοητό επίσης, ότι καθ΄όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η έγκυος αυτή θα πρέπει να παρακολουθείται με τακτικούς, εργαστηριακούς ελέγχους των τιμών τόσο της χοληστερίνης, όσο και των λοιπών λιπιδίων, δίνοντας χρήσιμες πληροφορίες στην ίδια και τον Ιατρό της για την εν γένει πορεία της καταστάσεως της, εξατομικεύοντας έτσι τις βασικές κατευθυντήριες οδηγίες όπου και όταν χρειάζεται, αφού η αντιμετώπιση διαφέρει από έγκυο σε έγκυο και ρυθμίζεται ανάλογα από τον Μαιευτήρα της.

Έτσι, λοιπόν, η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής της Γυναίκας, αυτή της εγκυμοσύνης, σε περίπτωση προϋπάρχουσας ή περιπλεκόμενης υψηλής χοληστερίνης, αυτή δεν φαίνεται να αποτελεί σημαντικό επιβαρυντικό στοιχείο για την πορεία και την τελική της έκβαση, όπως και για το κυοφορούμενο έμβρυο. Με βασικό και σημαντικό κορμό μία ειδική, ισορροπημένη δίαιτα χαμηλών θερμίδων και κυρίως πτωχή σε χοληστερίνη και λιπίδια, εμπλουτισμένη με άφθονα φρέσκα φρούτα και λαχανικά επιτυγχάνεται αισθητή μείωση των τιμών της επιβλαβούς χοληστερίνης στην έγκυο. Στην ίδια κατεύθυνση θα συνεπικουρήσουν συνεργικά, η χαλαρή σωματική άσκηση, η συγκράτηση ή μείωση του σωματικού βάρους και η σωστή ενυδάτωση. Την καθοδήγηση, τον έλεγχο και τη ρύθμιση της προσπάθειας αυτής θα πρέπει να την έχει πάντα ο Μαιευτήρας που σε αγαστή συνεργασία με την συγκεκριμένη έγκυο, θα μπορέσει να οδηγήσει ανέφελα, χωρίς δυσάρεστες επιπλοκές, σε αίσιο τέλος την εγκυμοσύνη της, δίνοντας χαρά κι ευτυχία τόσο στην ίδια, όσο και στους δικούς της.