Διατροφή & αυτοάνοσα νοσήματα
Γράφει η Νίκολη Θανοπούλου, Κλινικός διαιτολόγος-διατροφολόγος
Το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματός μας μάς προστατεύει από ασθένειες, τραυματισμούς και μολύνσεις. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα αυτοάνοσο νόσημα, το ανοσολογικό σύστημα και κυρίως τα Τ κύτταρα επιτίθενται στους διάφορους ιστούς. Ποιες τροφές συμβάλλουν θετικά ή αρνητικά στα άτομα που νοσούν από αυτοάνοσα;
Τα αυτοάνοσα νοσήματα αποτελούν τη 2η αιτία εμφάνισης χρόνιων παθήσεων σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Νοσημάτων σχετικών με αυτοανοσία (American Autoimmune Related Diseases Association (AARDA)). Πολλοί παράγοντες όμως παίζουν ρόλο στην εμφάνιση της ανοσολογικής φλεγμονώδους απάντησης του οργανισμού, όπως γενετικοί, περιβαλλοντικοί, ορμονικοί και ψυχολογικοί, καθώς και η παρατεταμένη έκθεση σε συνθήκες οξειδωτικού στρες (κάπνισμα, παχυσαρκία, υπερπρόσληψη λιπαρών από τη διατροφή κ.ά.).
Τα αυτοάνοσα νοσήματα μπορούν να επηρεάσουν οποιοδήποτε σημείο του οργανισμού. Έχουν αναγνωριστεί περισσότερα από 80 νοσήματα, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι, η πολλαπλή σκλήρυνση, η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (π.χ. νόσος Crohn, ελκώδης κολίτιδα), ο συστηµατικός ερυθηµατώδης λύκος, η ψωρίαση, το σύνδρομο Sjögren, το σκληρόδερμα, το σύνδρομο Guillain-Barré και η νόσος Graves.
Η διατροφική παρέμβαση σε τέτοιες περιπτώσεις στοχεύει στην αντιμετώπιση του πόνου, στον έλεγχο της φλεγμονής, στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου, και την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος. Έχουν γίνει αναφορές για τρόφιμα και θρεπτικά συστατικά που συμβάλλουν στο σκοπό αυτό και έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα ευεργετικά. Παρόλο που κάθε πάθηση έχει συγκεκριμένες διατροφολογικές οδηγίες, υπάρχουν γενικές κατευθυντήριες γραμμές που μπορεί κάποιος να ακολουθήσει και να σημειώσει βελτίωση της υγείας και καλυτέρευσης της νόσου. Τα τελευταία 50 χρόνια η σχέση διατροφής, σωματικού βάρους και κινδύνου ανάπτυξης αυτοάνοσων νοσημάτων λαμβάνει ιδιαίτερης προσοχής από διεθνείς οργανισμούς.
Θρεπτικά συστατικά που παίζουν σημαντικό ρόλο είναι οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β, μέταλλα και ιχνοστοιχεία, καθώς και οι πρωτεΐνες και τα απαραίτητα λιπαρά οξέα. Ιδιαίτερη σημασία τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί στη δράση της βιταμίνης D. Η βιταμίνη D ρυθμίζει τη διαφοροποίηση και δραστηριότητα των Τ κυττάρων, μειώνοντας την παραγωγή των προφλεγμονωδών κυτοκινών. Λοιπά θρεπτικά συστατικά, όπως οι πρωτεΐνες και η βιταμίνη Α, παίζουν σημαντικό ρόλο στη συντήρηση των βλεννογόνων επιφανειών και στην προστασία του οργανισμού από μολύνσεις. Η βιταμίνη Ε και C, γνωστά αντιοξειδωτικά, εξουδετερώνουν τις ελεύθερες ρίζες, ενώ συγκεκριμένα η βιταμίνη C προστατεύει από διάφορες μολύνσεις διεγείροντας τον σχηματισμό αντισωμάτων. Οι παραπάνω βιταμίνες, η βιταμίνη Β6, το φολικό, ο ψευδάργυρος, ο σίδηρος, το σελήνιο, τα απαραίτητα λιπαρά οξέα, τα προβιοτικά και τα πρεβιοτικά συμβάλλουν στην ορθή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Η ισορροπημένη διατροφή, πλήρη σε θρεπτικά συστατικά, συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, αλλά και ολόκληρου του οργανισμού, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την ικανότητα του δεύτερου να αντιστέκεται σε εποχιακές παθήσεις (π.χ. γρίπη) και λοιμώξεις, ενώ επηρεάζει ευεργετικά την αυτοάνοση κατάσταση του οργανισμού.
Μοντέλο Μεσογειακής Διατροφής Μελέτες υποδεικνύουν δύο τρόπους αντιμετώπισης. Ο πρώτος τρόπος αποτελεί μία διατροφή παρόμοια με αυτή του Μοντέλου της Μεσογειακής Διατροφής. Μία διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε σάκχαρα, ζάχαρη, κορεσμένα και τρανς λιπαρά και χαμηλής σε φρούτα, λαχανικά, προϊόντα ολικής άλεσης και ω-3 λιπαρά οξέα φαίνεται να «ενεργοποιεί» τη φλεγμονώδη απάντηση. Εν αντιθέσει, μία διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως, όσπρια, ξηρούς καρπούς και σπόρια, ω-3 λιπαρά οξέα (λιπαρά ψάρια, αβοκάντο κ.α.), ελαιόλαδο, τσάι, μαύρη σοκολάτα, μυρωδικά και μπαχαρικά συμβάλλουν στην καλή ανοσολογική απάντηση.
- Κατανάλωση φρέσκων και εποχιακών προϊόντων ελάχιστα επεξεργασμένων.
- Υψηλή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, πλούσια σε βιταμίνες, αντιοξειδωτικά*, γλουταθειόνη και φυτικές ίνες.
Tip: Λαχανικά όπως αγκινάρα, σπαράγγια, παντζάρια, μπρόκολο, λάχανο, καρότα, κουνουπίδι, σέλινο, αγγούρι, κατσαρό λάχανο, κράμβες σγουρές, πράσα, χόρτα, μαρούλι, κρεμμύδι, ραδίκια, ραβέντι, σπανάκι, κολοκυθάκια
- Προτείνεται η αυξημένη κατανάλωση τροφίμων πλούσια σε εδώδιμες (φυτικές) ίνες, όπως φρούτα, λαχανικά (ιδιαίτερα τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά), δημητριακά και προϊόντα δημητριακών (π.χ. ψωμί, κριτσίνια) ολικής αλέσεως, τρόφιμα εμπλουτισμένα με φυτικές ίνες, όσπρια.
- Επιλογή τροφίμων χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη
- Κατανάλωση ωμών ξηρών καρπών και σπόρων, τα θρεπτικά συστατικά των οποίων βοηθούν στην αντιφλεγμονώδη απάντηση του οργανισμού.
- Επαρκή πρόσληψη πρωτεϊνών υψηλής βιολογικής αξίας. Πρωτεΐνες ζωικής προέλευσης αποτελούν τα πουλερικά, τα ψάρια και το κρέας. Πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης αποτελούν τα όσπρια και τα λαχανικά.
- Αυξημένη κατανάλωση ω-3 λιπαρών οξέων. Κατανάλωση ψαριού 2 φορές την εβδομάδα. Αποφεύγετε κονσερβοποιημένα ή ψάρια ιχθυοτροφείου. Πλούσια πηγή ω-3 λιπαρών οξέων αποτελούν τα ακόλουθα: σαρδέλες, φρέσκος τόνος και σολομός, σκουμπρί, μπακαλιάρος, μουρούνα, γλώσσα, πέρκα, φέτα ξιφία, πέστροφα, κολιός.
Tip: Χρήση ελαιολάδου στο φαγητό ως κύρια πηγή λιπαρών.
- Προσθήκη βοτάνων, μυρωδικών και μπαχαρικών στη διατροφή λόγω της αντιφλεγμονώδης ιδιότητας τους, όπως βασιλικό, κόλιαντρο, κουρκουμά, πιπερόριζα, μέντα, ρίγανη, θυμάρι, φασκόμηλο, δεντρολίβανο, γλυκάνισο, σχοινόπρασο, σκόρδο, φύλλα μουστάρδας, μαϊντανό, κάρδαμο, κάρι.
- Καταναλώστε μηλόξιδο (υδροχλωρικό οξύ που αφομοιώνει τις πρωτεΐνες και ενεργοποιεί τα ένζυμα), πράσινο τσάι και κουρκουμά, που βελτιώνουν την ανοσολογική απάντηση του οργανισμού και ιδιαίτερα του εγκεφάλου.
- Αύξηση επιπέδων γλουταθειόνης. Η γλουταθειόνη είναι ένα τριπεπτίδιο που δρα αντιοξειδωτικά, αποτοξινωτικά και προλαμβάνει την καταστροφή των συστατικών των κυττάρων από τις ελεύθερες ρίζες. Διατηρεί τις βιταμίνη Ε και C στην ενεργή τους μορφή, ενώ οι βιταμίνες Β6, ριβοφλαβίνη και το σελήνιο θεωρούνται απαραίτητα για την παραγωγή και τη σύνθεση της.
- Περιορισμός κατανάλωσης τροφών πλούσιων σε κορεσμένο λίπος και τρανς λιπαρά οξέα. Για να επιτευχθεί αυτό, η μεγαλύτερη ποσότητα λίπους που προσλαμβάνεται μέσω του ημερήσιου διαιτολογίου θα πρέπει να αποτελείται από μονοακόρεστα ή/και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα.
- Αποφυγή κατανάλωσης ραφιναρισμένων και επεξεργασμένων προϊόντων, καθώς και ραφιναρισμένου αλατιού.
- Αποφυγή κατανάλωσης αλκοόλ.
- Μείωση του άγχους. Η διαχείριση του άγχους συμβάλλει στην καλύτερη ισορροπία του ανοσοποιητικού σας συστήματος.
Paleo Diet
Ο δεύτερος τρόπος αποτελεί τη γνωστή στους περισσότερους PALEO DIET που στηρίζεται στον αποκλεισμό της γλουτένης (την πρωτεΐνη του σιταριού, της ολυράς, της σίκαλης και του κριθαριού). Ταυτόχρονα, η δίαιτα αυτή αποκλείει επ’ αόριστον τις τροφές που ερεθίζουν την εντερική μεμβράνη, όπως επεξεργασμένα τρόφιμα, γαλακτωματοποιητές, σταθεροποιητές και πηκτικούς παράγοντες, επεξεργασμένα ζωικά και φυτικά έλαια, σάκχαρα, γλυκαντικές ύλες (συμπεριλαμβανομένης της stevia), σιτηρά (συμπεριλαμβανομένου του καλαμποκιού) και αποξηραμένους καρπούς (συμπεριλαμβανομένης της σόγιας και των φιστικιών). Επίσης μόνο για τις πρώτες 30 μέρες αποκλείει τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αβγά, τα φυλλώδη λαχανικά και αρωματικά φυτά, τους ξηρούς καρπούς και τα έλαια τους, τα σπόρια και το αλκοόλ, ενώ στη συνέχεια προτείνεται η σταδιακή επανένταξη τους στην καθημερινή διατροφή.