Εμμηνόπαυση, η «φυσική» εξέλιξη στη ζωή της γυναίκας
Γράφει η Αρετή Αυγουλέα, Μαιευτήρας Γυναικολόγος Τμήματος Κλιμακτηρίου - Εμμηνόπαυσης & Οστεοπόρωσης Κλινικής ΡΕΑ.
Με τον όρο «εμμηνόπαυση» εννοούμε
κυριολεκτικά την τελευταία έμμηνο ρύση, η λέξη όμως χρησιμοποιείται συχνά για
να περιγράψει τις φυσιολογικές αναπροσαρμογές που εμφανίζονται γύρω από αυτή
την περίοδο.
Η αύξηση του μέσου όρου ζωής τις
τελευταίες δεκαετίες έχει ως αποτέλεσμα περισσότερες γυναίκες να φτάνουν στην
ηλικία της εμμηνόπαυσης, αλλά και να διανύουν περισσότερα χρόνια σε αυτή,
αντιμετωπίζοντας τις δυσμενείς επιδράσεις της έλλειψης των ορμονών. Παρότι η
εμμηνόπαυση είναι αποτελεί μία «φυσική» εξέλιξη στη ζωή κάθε γυναίκας, για
πολλές από αυτές εξελίσσεται σε μία τραυματική εμπειρία, καθώς σηματοδοτεί
μεγάλες αλλαγές στο σώμα και στον ψυχισμό της. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο
πολλοί θεωρούν την εμμηνόπαυση ως μία σύνθετη ενδοκρινοπάθεια, η οποία σε
ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να αντιμετωπίζεται με θεραπείες φαρμακευτικές ή μη
προς ανακούφιση των γυναικών που βιώνουν έντονα τα συμπτώματά της.
Η εμμηνόπαυση διαγιγνώσκεται αναδρομικά,
δηλαδή αφού μια γυναίκα συμπληρώσει δώδεκα μήνες χωρίς περίοδο. Στις
περισσότερες γυναίκες εμφανίζεται μεταξύ 45 και 55 ετών, με μέση ηλικία τα 51
έτη. Οφείλεται στην διακοπή της παραγωγής των οιστρογόνων από την ωοθήκη.
Ωστόσο, δεν συμβαίνει ξαφνικά και απροειδοποίητα. Υπάρχει μια μεταβατική
περίοδος πριν την εμμηνόπαυση, η λεγόμενη περιεμμηνόπαυση (ή κλιμακτήριος),
όπου η γυναίκα βιώνει ποικίλα συμπτώματα, ως αποτέλεσμα της έκπτωσης της
ωοθηκικής λειτουργίας και της μειωμένης παραγωγής οιστρογόνων και
προγεστερόνης. Πολλά δε από αυτά τα συμπτώματα εμμένουν και μετά την
εγκατάσταση της εμμηνόπαυσης. Πολύ συχνά κατά την κλιμακτήριο υπάρχουν
διαταραχές της εμμηνορυσίας (μείωση/αύξηση της ροής του αίματος, μείωση/αύξηση
της διάρκειας της περιόδου, αλλαγές στην διάρκεια του κύκλου, ακανόνιστη
αιμορραγία κατά τη διάρκεια του κύκλου).
ΣΗΜΕΙΑ
& ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗΣ
·Κολπική ξηρότητα: ελάττωση της εφύγρανσης του
κόλπου, με αποτέλεσμα την επώδυνη σεξουαλική επαφή
·Εξάψεις: αίσθημα καύσους στο στήθος ,το
λαιμό και το πρόσωπο που μπορεί να συνοδεύεται από ερυθρότητα του δέρματος και νυχτερινές εφιδρώσεις
·Ημικρανίες -πονοκέφαλοι
·Αϋπνία με συνέπεια αίσθημα κόπωσης,
διαταραχές μνήμης κι ευερεθιστότητα αλλά και λήθαργος
·Αλλαγές στη σεξουαλική διάθεση: μείωση της
σεξουαλικής επιθυμίας
·Αλλαγές στην ψυχολογία – χαμηλή
αυτοεκτίμηση, κατάθλιψη
Τα παραπάνω
συμπτώματα δεν εμφανίζονται σε όλες τις γυναίκες. Έχει υπολογιστεί ότι στο 20%
δεν παρουσιάζεται κανένα σύμπτωμα, ενώ 60% των γυναικών βιώνουν ήπια
συμπτώματα, ενώ ένα 20% των γυναικών θα εκδηλώσει τις παραπάνω καταστάσεις σε
έντονο βαθμό.
ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΕΣ
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗΣ
Tα μειωμένα επίπεδα των γυναικείων
ορμονών, εκτός από τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα που δημιουργούν, σχετίζονται
μακροπρόθεσμα με την εμφάνιση καταστάσεων που είναι ιδιαίτερα δυσάρεστες αλλά
και επικίνδυνες σε ορισμένες περιπτώσεις:
·Ατροφία του γεννητικού & ουροποιητικού
συστήματος
Το πιο συνηθισμένο, ίσως και το πιο
ενοχλητικό, σημείο της εμμηνόπαυσης είναι η ατροφική κολπίτιδα. Ο βλεννογόνος
του κόλπου λόγω της έλλειψης των οιστρογόνων σταδιακά γίνεται λεπτός κι
ατροφικός, με συνέπεια αίσθημα ξηρότητας και καύσου, κνησμό, πόνο στην σεξουαλική
επαφή. Παρομοίως, ο βλεννογόνος της ουροδόχου κύστης και της ουρήθρας επίσης
γίνεται ατροφικός και μπορεί να παρατηρηθεί συχνουρία, έπειξη προς ούρηση ακόμα
κι όταν η κύστη δεν είναι πλήρης, ακράτεια και δυσουρία. Επίσης, οι μύες του
πυελικού εδάφους οι οποίοι «συγκρατούν» τα εσωτερικά όργανα της πυέλου,
γίνονται αδύναμοι με συνέπεια τον κίνδυνο εμφάνισης κυστεοκήλης, ορθοκήλης και
πρόπτωσης της μήτρας, με αποτέλεσμα την επιδείνωση των ουρολογικών προβλημάτων.
·Αυξημένη απώλεια οστικής μάζας (οστεοπενία-οστεοπόρωση)
Η έλλειψη των οιστρογόνων έχει ως
αποτέλεσμα την διαταραχή σύνθεσης των οστών, που οδηγεί σε απώλεια οστικής
μάζας. Τα πρώτα τέσσερα έτη μετά την εμμηνόπαυση υπάρχει μια ετήσια απώλεια
οστικής μάζας 1-3% που στην συνέχεια πέφτει σε 0,6% ανά έτος. Η απώλεια οστικής
μάζας στα αρχικά στάδια καλείται οστεοπενία. Η οστεοπενία αν δεν αντιμετωπισθεί
μπορεί να εξελιχθεί σε οστεοπόρωση. Η οστεοπόρωση είναι μια πάθηση κατά την
οποία μειώνεται η πυκνότητα και η ποιότητα των οστών τα οποία γίνονται πιο λεπτά
κι εύθραυστα με αποτέλεσμα αυξημένη συχνότητα καταγμάτων, ιδιαίτερα των
σπονδύλων και του μηριαίου οστού. Η διάγνωση αυτών των καταστάσεων γίνεται με
την εξέταση της μέτρησης οστικής πυκνότητας. Η πρώτη μέτρηση καλό είναι να
γίνεται στην φάση της κλιμακτηρίου, ώστε να γνωρίζουμε από πιο επίπεδο οστικής
μάζας «ξεκινά» η τυχόν απώλεια.
- Αυξημένη
συχνότητα καρδιαγγειακών επεισοδίων
Τα οιστρογόνα
έχουν ευεργετική επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα, με αποτέλεσμα οι γυναίκες
αναπαραγωγικής ηλικίας να έχουν χαμηλότερα επίπεδα της «κακής» χοληστερόλης
LDL, υψηλότερα επίπεδα της «καλής» χοληστερόλης HDL και άρα χαμηλότερο κίνδυνο
εμφάνισης καρδιοπάθειας, σε σχέση με τους άνδρες της ίδιας ηλικίας. Στην
εμμηνόπαυση, αυτή η προστατευτική δράση των οιστρογόνων χάνεται και προοδευτικά
παρατηρείται αύξηση της ολικής χοληστερόλης, αύξηση της LDL χοληστερόλης και
των τριγλυκεριδίων, μείωση της HDL χοληστερόλης, διαταραχή στο μεταβολισμό της
γλυκόζης (αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη) και αύξηση της
αρτηριακής πίεσης.
·Απώλεια ελαστικότητας του δέρματος &
ρυτίδωση, αύξηση σωματικού βάρους και συσσώρευση λίπους, κυρίως στην κοιλιακή
χώρα, τριχόπτωση.
ΠΩΣ
ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗΣ;
- Καλή και
ισορροπημένη διατροφή -πρέπει να καταναλώνονται πολλά φρούτα και λαχανικά
και να μειωθεί η πρόσληψη ζωικού λίπους για να ελαττωθεί η πιθανότητα καρδιαγγειακών
παθήσεων. Πρέπει να αυξάνεται η πρόσληψη γαλακτοκομικών και τροφών
πλούσιων σε ασβέστιο για να προληφθεί η οστεοπόρωση και να λαμβάνεται
λιγότερη καφεΐνη και αλκοόλ και περισσότερο νερό από τις γυναίκες που
υποφέρουν από εξάψεις.
·Τακτική άσκηση–οφέλη στη διατήρηση του
βάρους και των καρδιαγγειακών συμβαμάτων αλλά και στην καλή υγεία των οστών
·Διακοπή καπνίσματος–πρόκειται για
σημαντικό μέτρο, ειδικά κατά την εμμηνόπαυση, λόγω της συσχέτισης του
καπνίσματος με την οστεοπόρωση, τη στεφανιαία νόσο, τα εγκεφαλικά και τον
καρκίνο του πνεύμονα. Οι καπνίστριες φτάνουν στην εμμηνόπαυση 1 με 4 χρόνια
νωρίτερα από τις μη καπνίστριες και είναι πιο πιθανό να εκδηλώσουν εξάψεις
·Φροντίδα της ψυχικής/συναισθηματικής
υγείας–στις περιπτώσεις, όπου η κατάθλιψη, οι αλλαγές στη διάθεση, την
συμπεριφορά ή την σεξουαλικότητα είναι έντονες, η συμβουλευτική από έναν ειδικό
σε θέματα ψυχικής υγείας κρίνεται επιβεβλημένη
·Τακτικός καρδιολογικός έλεγχος, σωστή
ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, της χοληστερόλης και του σακχάρου
·Ετήσιος γυναικολογικός έλεγχος με τεστ
Παπανικολάου, υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων, μαστογραφία και μέτρηση
οστικής πυκνότητας θα πρέπει να αποτελεί τον χρυσό κανόνα για κάθε γυναίκα σε
εμμηνόπαυση.
ΟΡΜΟΝΙΚΗ
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ & ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ
Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης
(Θ.Ο.Υ.) αποσκοπεί στην αναπλήρωση των χαμηλών ορμονικών επιπέδων και μπορεί να
ανακουφίσει από την πλειοψηφία των εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων και νόσων. Υπάρχει
μεγάλη ποικιλία οδών χορήγησης (δισκία, αυτοκόλλητα επιθέματα, υποδόρια εμφυτεύματα,
ρινικοί ψεκασμοί, δερματικές κρέμες κ.α.) αλλά κάθε ορμονική θεραπεία έχει
πιθανές σοβαρές ή λιγότερο σοβαρές
παρενέργειες. Η απόφαση κάθε γυναίκας για έναρξη Θ.Ο.Υ. θα πρέπει να
ληφθεί με αρωγό το γυναικολόγο της, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της, το
ιατρικό ιστορικό της, τα πιθανά οφέλη από τη θεραπεία αλλά και τις πιθανές
ανεπιθύμητες δράσεις. Η λήψη Θ.Ο.Υ. προϋποθέτει ετήσια παρακολούθηση από
γυναικολόγο .
Για τις γυναίκες που δεν επιθυμούν ή δεν
είναι κατάλληλες για χορήγηση Θ.Ο.Υ. (π.χ. ορμονοεξαρτώμενος καρκίνος, ηπατικά
νοσήματα, θρομβοεμβολική νόσος) υπάρχουν διαθέσιμες μη -ορμονικές θεραπείες
όπως τα ηρεμιστικά και τα αντικαταθλιπτικά για τα αγγειοκινητικά και τα
συμπτώματα της ψυχικής σφαίρας, β-αναστολείς για το αίσθημα παλμών και την ταχυκαρδία,
συμπληρώματα ασβεστίου, καλσιτονίνης και βιταμίνης D για την οστεοπόρωση.
Μεγάλη συζήτηση
γίνεται τελευταία και για τα λεγόμενα φυτοοιστρογόνα, τα οποία χορηγούνται ως
αυτόνομες ή συμπληρωματικές της Θ.Ο.Υ. θεραπείες. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε
ότι πρακτικά έχουν φαρμακευτική δράση, πιθανές παρενέργειες και η απόφαση για
έναρξη θα πρέπει να λαμβάνεται μετά από κατάλληλη συμβουλευτική.