Εξωσωματική Γονιμοποίηση: Συχνές ερωτήσεις & οι απαντήσεις τους

 Γράφουν οι Νικόλαος Γεωργογιάννης MD,Msc και Πέτρος Πολυμενάκος MD, συνεργάτες της ΡΕΑ
Με τον όρο εξωσωματική γονιμοποίηση εννοούμε τη διαδικασία κατά την οποία η γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο γίνεται σε εργαστήριο, σε κάποιο εξειδικευμένο κέντρο και όχι με φυσικό τρόπο.
 
Πότε ένα ζευγάρι θα πρέπει να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό;
 
Ένα ζευγάρι θα πρέπει να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό γυναικολόγο που να ασχολείται με τη γονιμότητα, όταν μετά από ένα χρόνο προσπάθειας για τεκνοποίηση, δεν έχει επιτευχθεί εγκυμοσύνη.
 
Ποιες είναι οι εξετάσεις που πρέπει να υποβληθεί το ζευγάρι προκειμένου να διερευνηθεί η υπογονιμότητα;
 
Για τον άνδρα, οι διαθέσιμες εξετάσεις είναι υπερηχογράφημα οσχέου-προστάτη-επιδιδυμίδας-σπερματοδόχου κύστεως, ορμονικός έλεγχος για τη μέτρηση των τιμών της τεστοστερόνης, της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης και της προλακτίνης. Σημαντική θέση κατέχει το σπερμοδιάγραμμα, το οποίο μας παρέχει πληροφορίες για την ποιότητα και την κινητικότητα του σπέρματος. Άλλες εξετάσεις που θα μπορούσαν να ζητηθούν, είναι καρυότυπος αίματος, ανάλυση σπέρματος με τεχνολογία FISH και απόπτωση σπέρματος.
 
Για τη γυναίκα αντίστοιχα, κρίνεται απαραίτητο το διακολπικό υπερηχογράφημα μήτρας και ωοθηκών και ο ορμονικός έλεγχος για τη μέτρηση της ωοθυλακιοτρόπου και ωχρινοτρόπου ορμόνης, οιστραδιόλης, προγεστερόνης, αντι-μυλλέριου ορμόνης, τεστοστερόνης, δεϋδροεπιανδροστερόνης, θυροξίνης, τριωδοθυρονίνης και τέλος της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης. Πρόσθετες εξετάσεις για τη διερεύνηση της υπογονιμότητας είναι η υστεροσαλπιγγογραφία, η λαπαροσκόπηση, η υστεροσκόπηση και ο καρυότυπος αίματος.
 
Πόσο σημαντικό παράγοντα υπογονιμότητας αποτελεί η ηλικία και μέχρι ποιά ηλικία μπορεί μια γυναίκα να προβεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση;
Η ηλικία είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για τη γονιμότητα της γυναίκας, αφού μετά την ηλικία των 40 η πιθανότητα εγκυμοσύνης είναι 5% σε κάθε κύκλο. Σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία, το επιτρεπτό όριο ηλικίας για εξωσωματική γονιμοποίηση είναι τα 50 έτη.
 
 
Τι είναι η μικρογονιμοποίηση και σε ποίες περιπτώσεις ενδείκνυται;
 
Η μικρογονιμοποίηση, γνωστή ως ICSI, που σημαίνει ενδοωαριακή έγχυση σπερματοζωαρίου, διευκολύνει τη διείσδυση του σπερματοζωαρίου μέσα στο ωάριο με τεχνητό τρόπο, διαπερνώντας το φυσικό περίβλημα του ωαρίου. Συνήθως, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις υπογονιμότητας ανδρικής αιτιολογίας. Οι ενδείξεις της είναι:
 
• Ολιγοασθενοσπερμία ανεξήγητη
• Αζωοσπερμία (παντελής απουσία κινητών σπερματοζωαρίων)
• Προηγούμενη αποτυχία γονιμοποίησης με φαινομενικά φυσιολογικό σπέρμα
• Υψηλό τίτλο αντι-σπερμικών αντισωμάτων
• Σπερματικές ανωμαλίες.
 
Υπάρχει τρόπος ελέγχου των εμβρύων για κληρονομούμενα νοσήματα;
 
Σήμερα μπορούμε να ελέγχουμε χρωμοσωμικά και γονιδιακά νοσήματα με την προεμφυτευτική διάγνωση, ώστε να αποφεύγεται η εμβρυομεταφορά εμβρύων που πάσχουν από μεσογειακή αναιμία, νωτιαία μυϊκή ατροφία, κυστική ίνωση και άλλα σπάνια κληρονομούμενα νοσήματα. Αυτή η εξέλιξη μας δίνει τη δυνατότητα να συμβουλεύσουμε ζευγάρια με επαναλαμβανόμενες αποβολές και πολλαπλές αποτυχημένες προσπάθειες εμφύτευσης, για το γενετικό υλικό των εμβρύων τους, το οποίο φαίνεται να είναι υπεύθυνο για αυτήν την κατάσταση. Επίσης τα σημερινά εργαστήρια διαθέτουν μεθόδους που βελτιώνουν τα ποσοστά εμφύτευσης, γεγονός που έχει βελτιώσει τα ποσοστά επιτυχίας στην εξωσωματική γονιμοποίηση.
 
Τι μπορεί να γίνει για τις γυναίκες που ήδη πάσχουν από κάποια μορφή καρκίνου;
 
Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που διαγιγνώσκονται με κάποια μορφή κακοήθειας είναι καλό να συζητούν το ενδεχόμενο κατάψυξης ωαρίων ή εμβρύων, πριν προβούν σε ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία για την πάθηση τους. Σήμερα είναι εφικτή η κατάψυξη ωοθηκικού ιστού μετά από λαπαροσκόπηση και η επανεμφύτευση μετά τη θεραπεία της ασθενούς .Οι γυναίκες που λόγω θεραπείας του καρκίνου έχασαν τη γονιμότητα τους, μπορούν να τεκνοποιήσουν με δανεικά ωάρια, αρκεί να έχουν κατάλληλη μήτρα. Για τις ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή λόγω κακοήθειας, ο νόμος προβλέπει πλέον την παρένθετη μητρότητα, τη δυνατότητα δηλαδή, κάποια άλλη γυναίκα να κυοφορήσει το έμβρυο τους στη μήτρα της.
 
Προκαλούν τα φάρμακα της εξωσωματικής καρκίνο;
 
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα έχουν εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία 15 έτη, με αποτέλεσμα να είναι ασφαλή για την υγεία της γυναίκας. Τα φάρμακα εξωσωματικής δεν προκαλούν καρκίνο, όπως φαίνεται από τη διεθνή βιβλιογραφία. Η μόνη παρενέργεια που μπορεί να προκύψει είναι το σύνδρομο υπερδιέγερσης των ωοθηκών, κυρίως σε γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες. Ανάλογα με τη βαρύτητα της υπερδιέγερσης, η γυναίκα μπορεί να χρειαστεί νοσηλεία, αναστολή της εμβρυομεταφοράς  ή άλλους ιατρικούς χειρισμούς, ώστε να μην κινδυνεύσει η υγεία της.
 
Υπάρχει εξωσωματική χωρίς φάρμακα;
 
Ναι, είναι ο λεγόμενος φυσικός κύκλος και συνίσταται σε γυναίκες που δεν μπορούν, ή δεν επιθυμούν να πάρουν φάρμακα. Η διαφορά με την κλασσική εξωσωματική γονιμοποίηση είναι ότι παίρνουμε μόνο ένα ωάριο, αυτό που επιλέγει ο οργανισμός της γυναίκας, γίνεται μικρογονιμοποίηση (ICSI), προκύπτει ένα έμβρυο, το οποίο μεταφέρεται όπως και στην κλασσική εξωσωματική γονιμοποίηση.
 
Υπάρχει λύση για τον ανδρικό παράγοντα υπογονιμότητας;
 
Οι άνδρες με αζωοσπερμία μπορούν να υποβληθούν σε βιοψία όρχεων και να βρεθούν σπερματοζωάρια. Οι άνδρες ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε χημειοθεραπείες, ή άλλου είδους θεραπείες που καταστρέφουν το σπέρμα, μπορούν να καταψύξουν σπέρμα, με σκοπό τη χρησιμοποίηση του μετά την αποθεραπεία τους. Οι άνδρες που δεν έχουν σπερματοζωάρια στη βιοψία όρχεων, ή που λόγω των διαφόρων θεραπειών καταστράφηκε το σπέρμα τους, έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν σπέρμα από δότη που φυλάσσεται σε τράπεζες σπέρματος, όπως προβλέπεται από την ελληνική νομοθεσία.
 
Είναι φυσιολογικά τα παιδιά που γεννιούνται από εξωσωματική γονιμοποίηση;
 
Τα μωράκια που γεννιούνται με εξωσωματική γονιμοποίηση είναι απολύτως φυσιολογικά και δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα υπόλοιπα παιδιά. Η μικρή αύξηση κάποιων συγγενών ανωμαλιών οφείλεται στην αυξημένη ηλικία της μητέρας και στην ίδια την υπογονιμότητα, αλλά όχι στις τεχνικές της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
6 τρόποι για να βελτιώσουμε τη γονιμότητα της γυναίκας & του άνδρα.
 
I. Φροντίζουμε το σώμα μας και διατηρούμε το βάρος μας σε φυσιολογικά επίπεδα. Το ιδανικό μας βάρος είναι εξατομικευμένο και καλό θα είναι ο δείκτης μάζας σώματος να κυμαίνεται μεταξύ 19 και 24. Αυτό γιατί στις υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες, η πιθανότητα τεκνοποίησης είναι μειωμένη κατά 30% και 80% αντίστοιχα. Επίσης, και αδύνατες γυναίκες (με δείκτη μάζας σώματος κάτω από 19) μπορεί αντιμετωπίσουν προβλήματα γονιμότητας, λόγω της διαταραγμένης ισορροπίας μεταξύ μυϊκής μάζας και λίπους, που επηρεάζει αρνητικά την λειτουργία των ωοθηκών.
II. Αρκετά σημαντικό ρόλο, στα πλαίσια της καλής υγείας, διαδραματίζει και η φυσική άσκηση βοηθώντας στην ομαλή λειτουργία των ωοθηκών.
III. Μειώστε την επαφή με τοξικά προϊόντα όπως καπνό, που αποδεδειγμένα μειώνει την ωοθηκική επάρκεια σε ωάρια. Ακόμη, περιορίστε την κατανάλωση αλκοολούχων προϊόντων, καθώς και την κατανάλωση καφέ (μέχρι 2 ροφήματα καφέ την ημέρα).
IV. Αποφύγετε την επαφή σας με τοξικά του περιβάλλοντος, τα οποία συνδέονται κυρίως με ενδοκρινολογικά προβλήματα μέσω περίπλοκων μηχανισμών, αφού μπορούν να μιμηθούν ορμόνες. Συνεπώς, προσπαθήστε να αποφύγετε εντομοκτόνα, ζιζανιοκτόνα, διαλυτικά και βιομηχανικά απόβλητα.
V. Καταναλώστε όσο τον δυνατόν λιγότερο φάρμακα ακόμη και παυσίπονα ή αντιφλεγμονώδη.
VI. Αποκλειστικά για του άνδρες, καλό είναι να αποφεύγονται τα ζεστά μπάνια και τα στενά παντελόνια. Τέλος καλό θα είναι τα κινητά τηλέφωνα να μην τοποθετούνται στις τσέπες του παντελονιού, λόγω της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας.
 
Η επιτυχία είναι δεδομένη;
 
Κάθε περίπτωση υπογονιμότητας είναι διαφορετική. Η ηλικία της γυναίκας, η παθολογία του σπέρματος, καθώς και παθολογικές καταστάσεις, όπως η ενδομητρίωση, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών κ.λ.π, επηρεάζουν τα ποσοστά επιτυχίας στην εξωσωματική γονιμοποίηση. Τα ζευγάρια που είναι νεότερα των 35 ετών έχουν υψηλά ποσοστά επιτυχίας, που αγγίζουν το 50- 60%. Οι γυναίκες ηλικίας μεταξύ 35 και 40 ετών έχουν ποσοστά που φτάνουν το 35-45%. Μετά τα 40, τα ποσοστά μειώνονται στο 25- 30% για γυναίκες 40-42 ετών και ακόμη χαμηλότερα για μεγαλύτερες γυναίκες.