Μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος (έλεγχος χρωμοσωμικών ανωμαλιών με ανίχνευση ελεύθερου εμβρυικού DNA στο μητρικό αίμα)
Γράφει ο Μακάριος Ελευθεριάδης, MD, PhD, μαιευτήρας γυναικολόγος, εξειδικευμένος στην Εμβρυομητρική Ιατρική
Ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος έρχεται να υποστηρίξει και να συμπληρώσει τις υπάρχουσες εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου.
Τα τελευταία 40 χρόνια ο προγεννητικός έλεγχος Τρισωμίας 21 (Σύνδρομο Down) λαμβάνοντας υπόψη μόνο την ηλικία της μητέρας, η οποία μόνη της προσφέρει χαμηλό ποσοστό ανίχνευσης, και χρησιμοποιώντας σαν διαγνωστική μέθοδο την αμνιοπαρακέντηση στο 2ο τρίμηνο της κύησης, εξελίχθηκε στο συνδυασμό υπερηχογραφικών (αυχενική διαφάνεια) και βιοχημικών (PAPP-A και fβ-hCG) μετρήσεων. Αυτός ο προγεννητικός έλεγχος προσφέρει υψηλότερο ποσοστό ανίχνευσης για Τρισωμία 21 έχοντας τη δυνατότητα διάγνωσης με λήψη χοριακών λαχνών (CVS) στο 1ο τρίμηνο της κύησης. Επειδή οι μη επεμβατικές εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου δεν είναι διαγνωστικές εξετάσεις (δεν προσδιορίζουν εάν ένα έμβρυο έχει σύνδρομο Down ή όχι αλλά κατατάσσουν τις κυήσεις σε υψηλού ή χαμηλού κινδύνου για το σύνδρομο) ένα ποσοστό 11%-17% των φυσιολογικών κυήσεων οδηγούνται σε επεμβατικές εξετάσεις (τροφοβλάστη ή αμνιοκέντηση) προκειμένου να διαγνωστεί με ακρίβεια ποιες από τις κυήσεις υψηλού κινδύνου έχουν τελικά Τρισωμία 21 και ποιες όχι. Επίσης πολλά ζευγάρια, ακόμη και αν μετά τον έλεγχο του πρώτου τριμήνου έχει φανεί πως ανήκουν στην ομάδα χαμηλού κινδύνου για σύνδρομο Down, επιλέγουν για προσωπικούς λόγους λήψη χοριακών λαχνών ή αμνιοκέντηση.
Τα πλεονεκτήματα των επεμβατικών εξετάσεων (λήψη χοριακών λαχνών ή αμνιοκέντηση) είναι πως προσφέρουν ταχεία μέσα σε 2 ημέρες διάγνωση χρωμοσωμικών ανωμαλιών (Τρισωμία 21, 18 και 13 και έλεγχο των χρωμοσωμάτων του φύλου), στη συνέχεια διενέργεια συμβατικού καρυότυπου, ενώ μπορεί να γίνει και πιο εξειδικευμένος έλεγχος του γενετικού υλικού όπως μοριακός καρυότυπος (πιο λεπτομερής έλεγχος της δομής των χρωμοσωμάτων), καθώς και κατευθυνόμενος έλεγχος σπάνιων νόσων (γενετικά σύνδρομα).
Το μειονέκτημα των παραπάνω διαγνωστικών εξετάσεων προγεννητικού ελέγχου είναι πως συνδέονται με κίνδυνο αποβολής, ο οποίος όμως είναι μικρότερος από 0.5%.
Σκοπός του μη επεμβατικού ελέγχου, ο οποίος βασίζεται στην ανίχνευση εμβρυϊκού γενετικού υλικού στο αίμα της μητέρας, είναι αρχικά να διαγνώσει χρωμοσωμικές ανωμαλίες του εμβρύου, περιορίζοντας το άγχος που προκαλείται από την εφαρμογή πολλαπλών ελέγχων, οι οποίοι δεν είναι διαγνωστικοί και έχουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα (κατατάσσουν δηλαδή φυσιολογικές κυήσεις στην ομάδα των κυήσεων υψηλού κινδύνου για χρωμοσωμικές ανωμαλίες). Επιπλέον, μπορεί να γίνεται για να μειώσει τον αριθμό των κυήσεων που εκτίθενται σε κίνδυνο επιπλοκών, που συνδέονται με τις επεμβατικές μεθόδους διάγνωσης.
Το γενετικό υλικό του εμβρύου που ανιχνεύεται στο αίμα της μητέρας (ελεύθερο εμβρυικό DNA - free fetal DNA) είναι τροφοβλαστικής προέλευσης (προέρχεται από τον πλακούντα), ανιχνεύεται από την 7η εβδομάδα της κύησης και έπειτα, η ποσότητά του αυξάνει με την πρόοδο της κύησης και εμφανίζει μικρό χρόνο παραμονής στην κυκλοφορία της μητέρας (ταχεία κάθαρση μετά τον τοκετό σε λιγότερο από 24 ώρες).
Για να θεωρηθεί, όμως, μια εξέταση ως διαγνωστική, θα πρέπει να προσφέρει σαφή διάγνωση με 100% ευαισθησία και 100% ειδικότητα δηλαδή τα αποτελέσματά της, θα πρέπει να είναι επαρκής για σαφή διάγνωση, χωρίς υπόνοιες εσφαλμένου κλινικού συμπεράσματος. Έως τώρα, η έρευνα έδειξε, πως η μέθοδος μπορεί να ανιχνεύσει περισσότερο από το 98% των περιπτώσεων με σύνδρομο Down, 97% των περιπτώσεων Τρισωμίας 18 (Σύνδρομο Edwards) και το 92% των περιπτώσεων Τρισωμίας 13 (Σύνδρομο Patau), με ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων <0.5%. Μπορεί επίσης να ανιχνευθεί το σύνδρομο Turner, σε ποσοστό 89% και τις υπόλοιπες χρωμοσωμικές ανωμαλίες, που αφορούν στα φυλετικά χρωμοσώματα σε ποσοστό 97% με ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων 1.45 %. Οι μελέτες βασίζονται κυρίως σε κυήσεις υψηλού κινδύνου για χρωμοσωμικές ανωμαλίες και είναι πιθανό τα ποσοστά ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων να είναι μεγαλύτερα αν η μέθοδος εφαρμοστεί μαζικά σε όλες τις κυήσεις.
Ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος ο οποίος βασίζεται στη ανίχνευση εμβρυϊκού γενετικού υλικού στο αίμα της μητέρας δεν αποτελεί διαγνωστική εξέταση, αλλά την υψηλότερης ευαισθησίας έως τώρα δοκιμασία ανίχνευσης. Τα αποτελέσματά του δεν αποτελούν διάγνωση, ενώ σε περίπτωση θετικού για χρωμοσωμική ανωμαλία (πχ. Σύνδρομο Down) αποτελέσματος θα πρέπει να διενεργηθεί CVS ή αμνιοκέντηση για να επιβεβαιωθεί το θετικό αποτέλεσμα.
Όπως αναφέρθηκε, το ελεύθερο εμβρυικό DNA είναι τροφοβλαστικής προέλευσης (προέρχεται από τον πλακούντα) και δεν έχει αξιολογηθεί ακόμη η συχνότητα παρουσίας μωσαϊκισμού (παρουσία δηλαδή φυσιολογικών και παθολογικών κυτταρικών σειρών στον πλακούντα). Επίσης, δεν έχει γίνει ακόμη αξιολόγηση της μεθόδου σε περιστατικά πολυδύμων κυήσεων και προς το παρόν τουλάχιστον θα ήταν προτιμότερο να αποφεύγεται ο έλεγχος με εξέταση ελεύθερου εμβρυϊκού DNA σε πολύδυμες κυήσεις. Σε ένα ποσοστό 4% μπορεί να μην είναι δυνατό να υπάρξει αποτέλεσμα και διάφορες καταστάσεις, όπως η παχυσαρκία μητέρας, ενδέχεται να συμβάλουν σε αυτό. Το κόστος της εξέτασης παραμένει ακόμη υψηλό, ωστόσο είναι βέβαιο πως η ανάγκη για μαζική χρήση θα το μειώσει.
Ο μη επεμβατικός έλεγχος με cffDNA δεν αντικαθιστά την αξιοπιστία και τη διαγνωστική ακρίβεια του προγεννητικού ελέγχου με CVS ή αμνιοπαρακέντηση. Ο έλεγχος θα πρέπει να παρέχεται μετά από συμβουλευτική κατά την οποία θα υπάρχει ενημέρωση, ότι η εξέταση δεν είναι διαγνωστική, αλλά παρουσιάζει μεγάλη ευαισθησία και ότι ελέγχονται μόνο οι πιο συχνές χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Σε περιπτώσεις θετικού αποτελέσματος (πχ. για σύνδρομο Down) θα πρέπει να διενεργείται επεμβατικός έλεγχος για την επιβεβαίωσή του και σε καμία περίπτωση διακοπή της κύησης χωρίς την παραπάνω επιβεβαίωση.
Αν κατά τον υπερηχογραφικό έλεγχο του 1ου ή 2ου τριμήνου ανιχνευτεί ανατομική ανωμαλία του εμβρύου ή δείκτες τέτοιοι, οι οποίοι αυξάνουν την πιθανότητα για χρωμοσωμικές ανωμαλίες, είναι προτιμότερο να παρέχεται επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος (λήψη χοριακών λαχνών ή αμνιοκέντηση). Ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος, ο οποίος βασίζεται στη ανίχνευση ελεύθερου εμβρυϊκού DNA στο αίμα της μητέρας αποτελεί μία εξαιρετικά σημαντική νέα εξέταση, με εντυπωσιακές δυνατότητες και προοπτική. Θα πρέπει να προσφέρεται σαν επιλογή, η οποία υποστηρίζει και ενισχύει τις υπάρχουσες εξετάσεις και σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να θεωρηθεί πως καταργεί τις διαγνωστικές δυνατότητες του υπερηγραφικού ελέγχου.