Μητρικός Θηλασμός: Πώς Ενισχύει την Ψυχολογία Μητέρας & Βρέφους
Γράφει ο Νικόλαος Βαμβακάρης, Ψυχοθεραπευτής -Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, Επιστημονικός Συνεργάτης Κλινικής ΡΕΑ
Εκτός από τα πολυάριθμα οφέλη για την υγεία τόσο του μωρού όσο και της μητέρας, ο θηλασμός προσφέρει σημαντικά οφέλη και από άποψη ψυχολογίας. Έχει ήδη διαπιστωθεί ότι τα παιδιά που έχουν θηλάσει τείνουν να έχουν ισχυρότερο ανοσοποιητικό σύστημα, υψηλότερο IQ, καθώς και λιγότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν παχυσαρκία. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η έρευνα επικεντρώνεται και στα ψυχολογικά πλεονεκτήματα του θηλασμού και για τα δύο μέρη και τα δεδομένα που προκύπτουν είναι συντριπτικά.
Επιρροή στην Ψυχολογία του Θηλάζοντος Βρέφους
Αρχικά, όσον αφορά τα βρέφη, ο θηλασμός συσχετίζεται με θετικά αποτελέσματα αργότερα στη ζωή τους. Μέσω του θηλασμού και της δερματικής επαφής ανάμεσα σε μητέρα και μωρό, απελευθερώνονται ορμόνες, όπως η σεροτονίνη και η οξυτοκίνη, τόσο στη μητέρα όσο και στο μωρό, γεγονός που ενθαρρύνει έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό μεταξύ τους. Αυτός ο ισχυρός δεσμός οδηγεί σε καλύτερη συναισθηματική ανάπτυξη και σταθερότητα, μια καλύτερη αίσθηση του εαυτού, υψηλότερη αυτοεκτίμηση, ισχυρότερη ικανότητα εμπιστοσύνης και δυνατότητα υγιών σχέσεων στη μετέπειτα ζωή.
Επιπλέον, οι επιστήμονες που εξετάζουν την σχέση μεταξύ του θηλασμού και της ψυχικής υγείας των παιδιών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα θηλάζοντα βρέφη προστατεύονται από διαταραχές ψυχικής υγείας αλλά και από εθισμούς. Πιο συγκεκριμένα βρέθηκε πως τείνουν να είναι πιο συναισθηματικά ασφαλή από τα παιδιά που δεν θήλασαν.
Μια άλλη μελέτη που διεξήχθη το 2013 διερεύνησε τα αποτελέσματα του αποκλειστικού θηλασμού στην ωρίμανση του εγκεφάλου για παιδιά ηλικίας από 10 μηνών έως 4 ετών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η χρονική περίοδος αποκλειστικού θηλασμού τόσο πιο αναπτυγμένα ήταν τα τμήματα της λευκής ουσίας που είχαν τα μωρά στον εγκέφαλο, τα οποία, μεταξύ άλλων ωφελειών, συνδέονταν με υψηλότερη κοινωνικο-συναισθηματική λειτουργία.
Επιπλέον, ο θηλασμός σχετίζεται με διαφορές στην ιδιοσυγκρασία του βρέφους. Για παράδειγμα, διαπιστώθηκε αρνητική συσχέτιση μεταξύ της διάρκειας θηλασμού και της τάσης να αναπτυχθεί επιθετική συμπεριφορά στο μέλλον. Πιο συγκεκριμένα, όσο μεγαλύτερο ήταν το διάστημα θηλασμού, τόσο μικρότερες ήταν οι πιθανότητες να εμφανίσει το παιδί αντικοινωνική και επιθετική συμπεριφορά, κάτι το οποίο φαίνεται να εκτείνεται μέχρι και την ενηλικίωση.
Επιπροσθέτως, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η απουσία ή η σύντομη διάρκεια του αποκλειστικού θηλασμού μπορεί να σχετίζεται με την ανάπτυξη διαταραχής του φάσματος του αυτισμού (ASD), μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από κοινωνικές διαταραχές. Μια πρόσφατη μετα-ανάλυση ερευνών σε πάνω από 2000 παιδιά αναφέρει ότι παιδιά που διαγνώστηκαν με ASD ήταν στατιστικά λιγότερο πιθανό να έχουν θηλάσει ως βρέφη. Είναι εξίσου σημαντικό, ωστόσο, παρά τα πολυάριθμα στοιχεία που προκύπτουν από πρόσφατες μελέτες, να υπογραμμιστεί ότι ορισμένες από αυτές δεν έχουν βρει να ισχύει κάποια συσχέτιση στη διάγνωση της ASDκαι τον μειωμένο χρόνο θηλασμού.
Παρομοίως, σε μια άλλη μελέτη όπου εξετάστηκε η εστίαση βλέμματος σε βρέφη ηλικίας 7 μηνών, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η αποκλειστική διάρκεια θηλασμού συνδέεται με αυξημένη προσοχή σε εικόνες με ευτυχισμένα μάτια αντί αυτών με την θυμωμένη έκφραση. Αυτές οι έρευνες υποδηλώνουν πως τα θηλάζοντα βρέφη έχουν μια μεγαλύτερη τάση προς την αισιοδοξία και την θετική στάση ζωής. Επιπροσθέτως, αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι η ατομική μεταβλητότητα στην ανταπόκριση συναισθηματικών πληροφοριών συσχετίζεται συστηματικά με τον θηλασμό και μπορεί να εξαρτάται από τους ενδογενείς παράγοντες που σχετίζονται με το σύστημα της ωκυτοκίνης. Είναι, επομένως, πιθανό ότι ενδογενείς (γενετικοί) καθώς και εξωγενείς (θηλαστικοί) παράγοντες επηρεάζουν το αναπτυσσόμενο σύστημα ωκυτοκίνης, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι ο θηλασμός είναι τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνος για τη διαμόρφωση της κοινωνικο-συναισθηματικής ανάπτυξης στα παιδιά.
Επιρροή στην Ψυχολογία της Θηλάζουσας Μητέρας
Στις μητέρες, από την άλλη πλευρά, έχει διαπιστωθεί ότι ο θηλασμός επηρεάζει την διάθεση, το συναίσθημα, και το άγχος της μητέρας, καθώς και το επίπεδο φροντίδας που παρέχει στο βρέφος της. Ειδικότερα, οι θηλάζουσες μητέρες αναφέρουν μειωμένες βαθμίδες άγχους, καλύτερη ανταπόκριση στο στρες, και μειωμένη τάση αρνητικής διάθεσης σε σύγκριση με τις μητέρες που τρέφουν τα βρέφη τους με φόρμουλα. Αυτά τα ευρήματα υποστηρίζονται και από αντικειμενικά μέτρα που εξετάζουν αυτά τα δεδομένα σε σωματικό επίπεδο. Για παράδειγμα, οι θηλάζουσες μητέρες έχουν μειωμένη αρτηριακή πίεση και μειωμένη αντιδραστικότητα καρδιακού ρυθμού από ό,τι οι μητέρες που δίνουν φόρμουλα στα νεογέννητα τους. Επιπλέον, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι θηλάζουσες μητέρες έχουν μειωμένη ανταπόκριση κορτιζόλης όταν αντιμετωπίζουν κοινωνικό στρες. Οι θηλάζουσες μητέρες εμφανίζουν επίσης παρατεταμένο και υψηλότερης ποιότητας ύπνο. Τρεις μήνες μετά τον τοκετό, ο θηλασμός σχετίζεται με μειωμένη διαταραχή ύπνου. Επίσης, ο θηλασμός αυξάνει την ενσυναίσθηση των μητέρων ως προς τους άλλους και μπορεί έτσι να βελτιώσει τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και σχέσεις τους, πέρα από το να εξασφαλίζει έναν ισχυρό δεσμό με το βρέφος τους, εφόσον ενισχύει την μητρική ευαισθησία.
Τέλος, έχει διαπιστωθεί ότι οι μητέρες που θηλάζουν τείνουν να αγγίζουν περισσότερο τα βρέφη τους, ανταποκρίνονται περισσότερο και πιο άμεσα στις ανάγκες τους και παρουσιάζουν αυξημένο χρόνο βλεμματικής επαφής με αυτά κατά τη διάρκεια του ταΐσματος. Μια διαχρονική μελέτη 675 μητέρων-βρεφών επιβεβαιώνει τα προαναφερθέντα αποτελέσματα, προσθέτοντας πως η αυξημένη διάρκεια θηλασμού συσχετίζεται με την ασφαλή προσκόλληση του παιδιού στην μητέρα. Σε μια λειτουργική μελέτη MRI (fMRI), διαπιστώθηκε ότι οι αποκλειστικά θηλάζουσες μητέρες επέδειξαν μεγαλύτερη ενεργοποίηση του εγκεφάλου στο άκουσμα κραυγών των βρεφών τους σε σύγκριση με μητέρες που έδιναν μπουκάλι, υποδηλώνοντας μεγαλύτερη εμπλοκή των εγκεφαλικών συστημάτων που σχετίζονται με το συναίσθημα στις θηλάζουσες μητέρες.
Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν, τα οφέλη του θηλασμού για την μητέρα και για το βρέφος είναι αναρίθμητα καθώς η φύση έχει μεριμνήσει για όλα.