Ουροδυναμικός έλεγχος: Τι είναι και πως εφαρμόζεται
Γράφει ο κ. Σπυρόπουλος Α. Ευάγγελος, Χειρουργός Ουρολόγος, Αρχιπλοίαρχος (ΥΙ) ΠΝ εα, Διδάκτωρ Ιατρικής ΕΚΠΑ, τ. Πρόεδρος τμήματος Ουροδυναμικής - Νευροουρολογίας – Γυναικολογικής Ουρολογίας της Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας, Συνεργάτης Κλινικής ΡΕΑ
ΓΕΝΙΚΑ
Ο όρος ουροδυναμικός έλεγχος (ή εξέταση ή μελέτη), περιγράφει ένα σύνολο κλινικο-εργαστηριακών εξετάσεων που παρέχουν αντικειμενικές πληροφορίες για την λειτουργία των οργάνων του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος και διενεργούνται με προηγμένης τεχνολογίας και υψηλής ευαισθησίας ηλεκτρονικά συστήματα ψηφιακής καταγραφής, ανάλυσης και επεξεργασίας σημάτων ηλεκτρικής δραστηριότητας από τα όργανα αυτά.
Σκοπός των ουροδυναμικών εξετάσεων είναι η αντικειμενική καταγραφή και μελέτη των παραμέτρων λειτουργίας της ουροδόχου κύστεως, της ουρήθρας, του προστάτη και του πυελικού εδάφους, σε ασθενείς που περιγράφουν συμπτώματα διαταραχών της ούρησης, μέσω «τεχνητής αναπαραγωγής» των συνθηκών κάτω από τις οποίες εμφανίζονται τα συμπτώματα αυτά. Οι σημαντικές πρόοδοι της Ουροδυναμικής - Nευροουρολογίας κατά τα τελευταία έτη, μας επέτρεψαν να κατανοήσουμε πληρέστερα την φυσιολογία του κατώτερου ουροποιητικού και αυτή η γνώση του φυσιολογικού, μας έδωσε την δυνατότητα να προσεγγίσουμε σε βάθος την ανάλυση του παθολογικού. Έτσι, τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών σε συνδυασμό με άλλα ευρήματα που προκύπτουν από την λήψη του ιστορικού, την κλινική εξέταση, την ακτινολογική απεικόνιση και την ενδοσκόπηση του ουροποιητικού, συμβάλλουν στην ακριβέστερη διάγνωση της φύσης των διαταραχών ούρησης και στην λήψη της καταλληλότερης θεραπευτικής απόφασης.
Είναι μικρής βαρύτητας επεμβατικές διαγνωστικές διαδικασίες που διενεργούνται από εξειδικευμένο και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό (ειδικός Ουρολόγος, νοσηλεύτρια/τής, τεχνική υποστήριξη) προκειμένου να εκτελεστούν και αξιολογηθούν σωστά ενώ, σημαντική παράμετρο για την ομαλή διεξαγωγή τους και την λήψη αξιόπιστων αποτελεσμάτων, αποτελεί η καλή ενημέρωση, συνεργασία και συμμόρφωση του εξεταζομένου προς τις παρεχόμενες οδηγίες. Πραγματοποιούνται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, το Ουροδυναμικό εργαστήριο, που εξασφαλίζει συνθήκες άνεσης, οικειότητας και ιδιωτικότητας στον ασθενή και η χρονική της διάρκεια της διαδικασίας κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 40’-45’ ενώ, είναι ουσιαστικά ανώδυνη αφού ο ασθενής αντιλαμβάνεται περιστασιακά μόνο, μικρή ενόχληση. Οι περισσότερες ουροδυναμικές εξετάσεις δεν απαιτούν ιδιαίτερη προετοιμασία και όταν ζητηθεί, συνήθως περιλαμβάνει αλλαγή στην πρόσληψη υγρών ή διακοπή λήψης συγκεκριμένων φαρμάκων.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΟΥΡΟΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
Τις κυριότερες ενδείξεις εφαρμογής ουροδυναμικών μελετών στην καθημερινή ουρολογική πράξη, αποτελούν:
1) καταστάσεις υπερδραστήριας κύστης (συχνουρία, επιτακτική ούρηση, νυκτουρία) ιδιοπαθούς αιτιολογίας (όχι συνεπεία νευρολογικής νόσου) ή, αντίθετα, υποδραστήριας (άτονης) κύστης.
2) επιτακτικού τύπου ακράτεια ούρων
3) ακράτεια ούρων από προσπάθεια στην γυναίκα (αποκλεισμός μικτού τύπου ακράτειας), προεγχειρητικά.
4) νυκτερινή ενούρηση (ακούσια απώλεια ούρων στον ύπνο) κυρίως κατά την παιδική ηλικία καθώς και άλλες διαταραχές ελέγχου ουρήσεως κατά την παιδική ηλικία.
5) διαταραχές ουρήσεως στον άνδρα, πιθανόν σχετιζόμενες με καλοήθη υπερπλασία του προστάτη αδένα. Αποτελεί απαραίτητη εξέταση πριν από σχεδιαζόμενη προστατεκτομή, προκειμένου να τεκμηριωθεί αντικειμενικά η παρουσία προστατικής απόφραξης και να εξασφαλισθεί έτσι, το καλύτερο δυνατό μετεγχειρητικό αποτέλεσμα.
6) διερεύνηση υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων, κυρίως στις γυναίκες.
7) πρόπτωση πυελικού εδάφους στις γυναίκες με συνοδά συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό, πριν από σχεδιαζόμενη χειρουργική αποκατάσταση.
8) ακράτεια ούρων μετά από χειρουργικές επεμβάσεις όπως μετά προστατεκτομή είτε για καλοήθη υπερπλασία του προστάτη (διακυστική, διουρηθρική) ή, συνηθέστερα, ριζική προστατεκτομή για αδενοκαρκίνωμα προστάτου (ανοικτή, λαπαροσκοπική, ρομποτική εξίσου), καθώς και μετά μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα.
9) διαταραχές ούρησης που συνδέονται με υποκείμενες νευρολογικές καταστάσεις όπως αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, όγκοι του νευρικού συστήματος, εκφυλιστικά νοσήματα (ν.Parkinson, ν.Alzheimer, πολλαπλή σκλήρυνση [σκλήρυνση κατά πλάκας]), κακώσεις εγκεφάλου – νωτιαίου μυελού, μυελομηνιγγοκήλη, αγγειακές βλάβες του εγκεφάλου ή νωτιαίου μυελού κλπ.
10) καταστάσεις χρόνιου πυελικού (κυστικού) πόνου.
Από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής των ουροδυναμικών μελετών στην καθημερινή κλινική πράξη είναι ευρύτατο και μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εξετάσεις αυτές βρίσκονται σε αναλογία με το ηλεκτροκαρδιογράφημα, το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, τις ακοολογικές μελέτες και άλλες, οι οποίες ήδη και από πολλών ετών εφαρμόζονται σε ευρεία κλίμακα στο πλαίσιο των αντίστοιχων ειδικοτήτων.
ΤΥΠΟΙ ΟΥΡΟΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ
Ο ουροδυναμικός έλεγχος περιλαμβάνει τις ακόλουθες επιμέρους διαγνωστικές διαδικασίες :
- Ουρο-ροομετρία (uroflowmetry, UFR),
- Κυστεομανομετρία πλήρωσης (filling cystometry, FCM),
- κυστεομανομετρία ούρησης ή μελέτη πίεσης-ροής κατά την ούρηση (voiding cystometry, pressure-flow study),
- Ηλεκτρομυογραφία (EMG) του πυελικού εδάφους (περίνεο),
- σειριακή καταγραφή των ουρηθτικών πιέσεων (προφιλομετρία ουρήθρας - urethral profilometry, UPM),
- Μέτρηση πίεσης σημείου διαρροής ούρων από την ουρήθρα (Leak point pressure measurement, LPP ),
- Βιντεοουροδυναμική μελέτη (video-urodynamic study, VUDs).
- Περιπατητική ουροδυναμική (Ambulatory Urodynamics).
Συνοπτική Περιγραφή των επιμέρους Ουροδυναμικών εξετάσεων
Ουροροομέτρηση ( Uroflowmetry ) :
Επιτυγχάνει ψηφιακή καταγραφή της ροής των ούρων σε μία ελεύθερη ούρηση, εκπεφρασμένης ως το πηλίκον του όγκου ανά μονάδα χρόνου (ml/sec). Αποτελεί μη επεμβατική διαδικασία που παρέχει σημαντικές πληροφορίες και ενδείξεις για το τελικό αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των κύριων τελικών συντελεστών της ούρησης όπως μυϊκό τοίχωμα κύστεως (συσταλτική ικανότητα), κυστικός αυχένας (εναρμονισμένη και επαρκής διάνοιξη) και ουρήθρα (ακώλυτη βατότητα). Αποτελεί εξέταση μαζικού ελέγχου (screening test) των ασθενών. Κατά τη διάρκεια της μελέτης αυτής, ο εξεταζόμενος ουρεί σε χοάνη συστήματος συλλογής ούρων που συνδέεται με ειδικό καταγραφέα ροής. Το λαμβανόμενο ηλεκτρικό σήμα μεταφέρεται στον ηλεκτρονικό επεξεργαστή, ψηφιοποιείται και δημιουργείται γράφημα που απεικονίζει τις μεταβολές στον ρυθμό ροής του ρεύματος ούρων σε συνάρτηση με τον χρόνο, με ταυτόχρονη απεικόνιση των αριθμητικών παραμέτρων που το συνθέτουν. Έτσι, ο εξεταστής μπορεί να διαπιστώσει ποιος είναι ο υψηλότερος ρυθμός ροής και πόσος χρόνος (δευτερόλεπτα) απαιτείται γιά να επιτευχθεί. Το αποτέλεσμα της μέτρησης αυτής εξαρτάται από την δύναμη συστολής του μυός της κύστεως (φυσιολογική ή μειωμένη) καθώς και την βατότητα της ουρήθρας (ανοικτή ή αποφραγμένη [διόγκωση προστάτη, στένωμα ουρήθρας]) και ως εκ τούτου, δεν είναι αποδεικτικό–τεκμηριωτικό μίας από τις δύο καταστάσεις αλλά, ενδεικτικό δυσλειτουργίας ούρησης που χρήζει περαιτέρω ελέγχου.
Κυστεομανομέτρηση (Cystometry) :
Συνίσταται σε ψηφιακή καταγραφή των πιέσεων που αναπτύσσονται στην ουροδόχο κύστη κατά την διάρκεια σταδιακής πλήρωσης της με υγρό (φυσιολογικό ορό). Παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την ικανότητα του τοιχώματος της κύστεως (ποιότητα δομικών συστατικών της) να προσαρμόζεται σε αυξανόμενους όγκους ούρων (διατασιμότητα), για την ποιότητα της προκύπτουσας αισθητικότητας (υπερ- ή υπο-αισθητικότητα) και για τον βαθμό βουλητικού ελέγχου (κεντρικό νευρικό σύστημα) στην λειτουργία του μυός της κύστεως. Η κυστεομανομετρία αναπαράγει τα συμπτώματα του ασθενούς σε ελεγχόμενο περιβάλλον με τα κατάλληλα όργανα για τη συγκέντρωση των διαγνωστικών δεδομένων που συμπίπτουν με την εμφάνιση κάθε συμπτώματος. Διενεργείται με τον ασθενή ευρισκόμενο σε καθιστή, ύπτια ή σε «γυναικολογική» θέση, ανάλογα με την κλινική περίπτωση και την επιλογή του εξετάζοντος. Αφού αδειάσει πλήρως η κύστη από ούρα με σύντομο καθετηριασμό, τοποθετούνται με τοπική αναισθησία (Xylocaine gel) δύο πολύ λεπτοί ειδικοί καθετήρες που συνδέονται με συσκευή καταγραφής υδροστατικών πιέσεων (μανόμετρο) που μεταδίδει ηλεκτρικό σήμα στον κεντρικό επεξεργαστή. Ο ένας καθετήρας τοποθετείται στην ουρήθρα και καταγράφει τις ενδοκυστικές πιέσεις (ενδοκυστικός) και ο άλλος στην αρχή του εντέρου ή στον κόλπο και καταγράφει τις ενδοκοιλιακές πιέσεις (ενδοκοιλιακός). Με αυτόματη, μέσω του κεντρικού επεξεργαστή του συστήματος, μέτρηση της διαφοράς μεταξύ της ενδοκοιλιακής και της πίεσης της ουροδόχου κύστης (ενδοκυστικής), προκύπτει η πίεση του εξωστήρα μύ, που αποτελεί κορυφαία παράμετρο εκτίμησης της συσταλτικής ικανότητας και συμπεριφοράς της κύστεως. Στην συνέχεια αρχίζει υπολογιστικά ελεγχόμενη, προοδευτική, με προεπιλεγόμενο ρυθμό πλήρωση της κύστης με φυσιολογικό ορό θερμοκρασίας δωματίου μέσω του ενδοκυστικού καθετήρα και την χρήση ειδικής περιστροφικής/καταθλιπτικής αντλίας. Καθώς η κύστη σταδιακά γεμίζει με υγρό, ο ασθενής καλείται να αναφέρει πότε εμφανίζονται προκαθορισμένες αισθήσεις (πρώτη αίσθηση παρουσίας υγρού, πρώτη αίσθηση ούρησης, πρώτη επιθυμία ούρησης, έντονη επιθυμία ούρησης, ισχυρή επιθυμία για ούρηση), οι οποίες καταγράφονται και συσχετίζονται οι όγκοι υγρού στους οποίους συμβαίνουν, με τις αντίστοιχα αναπτυσσόμενες πιέσεις. Επιπλέον, κατά διαστήματα ο εξεταζόμενος καλείται να βήξει, να ανασηκωθεί, να αυξήσει την πίεση στην κοιλιά του, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι «προκλητικοί» αυτοί χειρισμοί, έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ακούσιων και μη βουλητικά αναχαιτιζόμενων συσπάσεων του μύ της κύστης ή διαρροή και απώλεια ούρων από την ουρήθρα (ακράτεια).
Μελέτη Ροής – Πίεσης ( Pressure-flow study ) :
Επιτυγχάνει ταυτόχρονη καταγραφή των πιέσεων της κύστεως και της ροής των ούρων. Η ενδοκοιλιακή και η ενδοκυστική πίεση (από τις οποίες ηλεκτρονικά προκύπτει η πίεση του μυικού τοιχώματος της κύστεως) καθώς και το ηλεκτρομυογραφικό σήμα των σφιγκτήρων καταγράφονται ταυτόχρονα κατά τη φάση της ούρησης. Ψηφιακή επεξεργασία των λαμβανομένων ενδείξεων και προβολή τους σε επικυρωμένα (validated) νομογράματα, παρέχει τεκμηριωμένες-αντικειμενικές ενδείξεις παρουσίας (διαβαθμισμένου) ή όχι, κωλύματος της εξόδου των ούρων καθώς και επαρκούς (επίσης διαβαθμισμένης) ή όχι συσταλτικότητας της κύστης. Αποτελεί την σημαντικότερη και ίσως την μόνη ελάχιστα επεμβατική εξέταση με την οποία τεκμηριώνεται ή αποκλείεται η παρουσία εμποδίου στην ροή των ούρων όπως συμβαίνει σε άνδρες με υπερπλασία προστάτη ή στένωμα ουρήθρας καθώς και σε γυναίκες (λιγότερο όμως συχνή η εμφάνιση απόφραξης) με μεγάλου βαθμού κυστεοκήλη ή μετά από επεμβάσεις τοποθέτησης ταινίας γιά ακράτεια ούρων. Γιά την εκτέλεση της, μετά την ολοκλήρωση της κυστεομανομέτρησης, με την ουροδόχο κύστη πλήρη υγρού και τον ασθενή με ισχυρή επιθυμία ούρησης, του δίνεται η εντολή να κενώσει την κύστη. Η ούρηση γίνεται με τον καθετήρα εντός της ουρήθρας καθώς αυτός είναι λεπτός και τα ούρα «περνούν παραπλεύρως», καθώς και με τον ενδοκοιλιακό καθετήρα στην θέση του. Κατά τη φάση της κένωσης καταγράφεται η πίεση που αναπτύσσεται προκειμένου να εξέλθουν τα ούρα και συσχετίζεται με τη ροή των ούρων.
Μέτρηση Ουρηθρικών Πιέσεων (Urethral Profilometry) :
Καταγραφή των πιέσεων κατά μήκος της ουρήθρας, κατά την διάρκεια της πλήρωσης της κύστης με ούρα, μέσω της οποίας συνάγονται συμπεράσματα για την επάρκεια της ουρήθρας ως τμήματος του σφιγκτηριακού μηχανισμού.
Ηλεκτρομυογραφία του σφιγκτήρα ( Sphincter electromyography ) :
Με την εξέταση αυτή, επιτυγχάνεται καταγραφή σε ψηφιακή μορφή του ηλεκτρικού δυναμικού (ηλεκτρικού ρεύματος) που εκλύεται κατά την λειτουργία του σφιγκτηριακού μηχανισμού (μηχανισμού εγκράτειας ούρων) του κατώτερου ουροποιητικού. Με τις καταγραφές που προκύπτουν, εξάγονται σημαντικές πληροφορίες αναφορικά με τον βουλητικό έλεγχο του σφιγκτηριακού μηχανισμού και τον βαθμό συντονισμού της λειτουργίας της κύστεως και των σφιγκτήρων. Για την διενέργεια της, χρησιμοποιούνται αισθητήρες–ηλεκτρόδια μέτρησης της ηλεκτρικής δραστηριότητας των μυών και των νεύρων γύρω από την ουροδόχο κύστη και τους σφιγκτήρες. Τα ηλεκτρόδια αυτά μπορεί να είναι υπό μορφή πολύ λεπτής βελόνας (σπανιότερα χρησιμοποιούνται σήμερα) ή, συνηθέστερα, υπό την μορφή αυτοκόλλητων (patches) που επικολλώνται στο δέρμα της περιπρωκτικής περιοχής.
Μέτρηση πίεσης σημείου διαρροής (Leak Point Pressure Measurement ):
Η πίεση διαρροής (LPP) είναι η πίεση της ουροδόχου κύστης στην οποία παρατηρείται ακούσια αποβολή ούρων από την ουρήθρα, καταγράφεται κατά τη διάρκεια της κυστεομανομετρίας και συγκεκριμένα, την χρονική στιγμή κατά την οποία παρατηρείται ροή ούρων από το στόμιο της ουρήθρας. Διακρίνονται δύο μορφές LPP, η πίεση σημείου διαρροής του εξωστήρα (αποτέλεσμα συστολής του μύ της κύστεως) και η πίεση κοιλιακής διαρροής (αποτέλεσμα αύξησης της ενδοκοιλιακής πίεσης όπως πχ με τον βήχα). Και οι δύο αυτοί τύποι θεωρούνται αξιόπιστο μέτρο εκτίμησης της λειτουργικής επάρκειας του σφιγκτηριακού μηχανισμού σύγκλεισης της εξόδου της κύστεως και βαθμολόγησης της βαρύτητας της ακράτειας ούρων, παράμετρος σημαντική για την λήψη θεραπευτικών αποφάσεων.
Βιντεο-Ουροδυναμική (Video-Urodynamics):
Η τεχνική αυτή επιτυγχάνει εικονική καταγραφή της ούρησης και βασίζεται στην ταυτόχρονη με τον λοιπό ουροδυναμικό έλεγχο απεικόνιση του κατώτερου ουροποιητικού, με λήψη Video ή ακτινογραφιών/φωτογραφιών κατά τις φάσεις πλήρωσης και κένωσης της κύστης. Διενεργείται συνήθως με χρήση εξοπλισμού ακτίνων-Χ (ακτινοσκόπηση με εγχυση σκιαγραφικού υγρού) ή (σπανιότερα) υπερήχων, που επιτρέπει την επεξεργασία εικόνας και δεδομένων ανατομίας (μέγεθος και μορφή της ουροδόχου κύστης) και φυσιολογίας. Η βιντεο-ουροδυναμική συνήθως δεν αποτελεί μέρος μιας τυπικής, καθημερινής ουροδυναμικής εξέτασης, κυρίως λόγω της προστιθέμενης δαπάνης, αποτελεί όμως σημαντικό εργαλείο στην διαγνωστική προσέγγιση και κατανόηση σύνθετων περιστατικών με διαταραχή του μηχανισμού της ούρησης.
Τι συμβαίνει μετά από ουροδυναμικές εξετάσεις; - Υπάρχουν παρενέργειες ή επιπλοκές από μια ουροδυναμική δοκιμασία;
Γενικά, ο ουροδυναμικός έλεγχος αποτελεί μία ασφαλή, πολύ μικρής βαρύτητας επεμβατική διαγνωστική διαδικασία με χαμηλό ποσοστό επιπλοκών καθώς, η πλειονότητα των ατόμων που υποβάλλονται στην εξέταση αυτή, την ολοκληρώνουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Συνήθως, μετά από ουροδυναμικό έλεγχο, μπορεί να εμφανισθεί ήπια ενόχληση (αίσθηση καύσου, δυσουρία) ή μικρή ποσότητα αίματος στα ούρα (λόγω της εισαγωγής του καθετήρα) ολιγόωρης διάρκειας. Πίνοντας ένα ποτήρι νερό κάθε μισή ώρα για 2 ώρες μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της δυσφορίας και της ήπιας αιματουρίας, όπως επίσης τα χλιαρά λουτρά ή η εφαρμογή στην περιοχή του έξω στομίου της ουρήθρας (κυρίως στις γυναίκες) κομπρέσας εμβαπτισμένης σε χλιαρό νερό. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο γιατρός μπορεί να συστήσει φάρμακα για την αντιμετώπιση του άλγους (παρακεταμόλη) ή να συνταγογραφήσει αντιβιοτικό γα 1-2 ημέρες για την πρόληψη μόλυνσης. Σπανιότερα συμβάματα (πολύ μικρές πιθανότητες εμφάνισης) αποτελούν η ουρολοίμωξη που εκδηλώνεται με συχνουρία, επιτακτική ούρηση, πόνο κατά την ούρηση, ρίγος, πυρετό καθώς και η παροδική δυσκολία ούρησης που μπορεί να οδηγήσει στην ανάγκη για προσωρινή τοποθέτηση καθετήρα. Σε περίπτωση που εμφανισθεί κάποιο από αυτά τα συμπτώματα λίγες ώρες μετά την διενέργεια ουροδυναμικού ελέγχου, οι ασθενείς θα πρέπει να επικοινωνούν άμεσα με τον θεράποντα ιατρό, για λήψη οδηγιών και θεραπευτικής αγωγής.
Πόσο σύντομα είναι διαθέσιμα στον ασθενή τα αποτελέσματα του ουροδυναμικού ελέγχου ;
Τα αποτελέσματα της ουροροομετρίας και της κυστεομανομετρίας, είναι συχνά διαθέσιμα αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης ενώ, τα αποτελέσματα άλλων μελετών όπως η μελέτη πίεσης/ροής, η ηλεκτρομυογραφία και η βιντεο-ουροδυναμική, μπορεί να απαιτήσουν επεξεργασία των δεδομένων. Με βάση τα αποτελέσματα της ουροδυναμικής μελέτης και σε συσχέτιση με τα κλινικά δεδομένα, ο θεράπων ιατρός θα ενημερώσει τον ασθενή γιά την φύση της διαταραχής που αντιμετωπίζει καθώς καί γιά την καταλληλότερη θεραπευτική επιλογή.
Συμπέρασμα - Η αξία του Ουροδυναμικού ελέγχου
Αν και ένας έμπειρος κλινικός γιατρός (Ουρολόγος) εύκολα μπορεί να βγάλει συμπεράσματα καταγράφοντας τα συμπτώματα του ασθενούς και να χορηγήσει θεραπεία, υπάρχουν καταστάσεις, κυρίως παθήσεις του νευρικού συστήματος, που συνοδεύονται από διαταραχές ούρησης στις οποίες η ουροδυναμική μελέτη είναι απόλυτα απαραίτητη τόσο για τη διάγνωση όσο, κυρίως, για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας, αλλά και της εξέλιξης της υποκείμενης νευρολογικής νόσου. Ο ουροδυναμικός έλεγχος αποτελεί τη μόνη μέθοδο αντικειμενικής εκτίμησης της λειτουργίας του κατώτερου ουροποιητικού και συνεπώς κρίνεται απαραίτητος στη διαγνωστική διερεύνηση των ασθενών με νευρογενή δυσλειτουργία, που η συμπτωματολογία και το ιστορικό από μόνα τους μάλλον δεν φαίνεται ότι αρκούν για την απόφαση της όποιας θεραπείας. Άλλωστε, και σε απλούστερες περιπτώσεις όπως η ιδιοπαθής ακράτεια ούρων, όπου οι θεραπευτικές επιλογές είναι πολλές (φαρμακευτικές και επεμβατικές), καλό είναι, κυρίως πριν από μια χειρουργική επέμβαση, να υπάρχει ουροδυναμική τεκμηρίωση του προβλήματος για την επιλογή της καλύτερης και εξατομικευμένης θεραπείας.